ΒΑΜΟΣ
Ο Βάμος είναι η ιστορική έδρα του Δήμου Αποκορώνου και σύμφωνα με την απογραφή του 2011 έχει 706 κατοίκους. Το χωριό είναι χτισμένο σε πλαγιά σε υψόμετρο 190 μέτρων και απέχει 25 χιλιόμετρα από τα Χανιά. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, ο Βάμος ιδρύθηκε από Άραβες επιδρομείς από την Ανδαλουσία που κατέλαβαν την Κρήτη τον 8ο αιώνα μ.Χ. Το χωριό αναφέρεται για πρώτη φορά σε χάρτη που συνέταξε ο Francesco Barozzi το 1577 ως Vamu, ονομασία που επιβεβαιώνεται στον Καστροφύλακα (βενετική απογραφή) του 1583 και σε αναφορά του Basilicata το 1630. Το χωριό καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς μαζί με το μεγαλύτερο μέρος του Αποκόρωνα το 1646 και αποτέλεσε έκτοτε μέρος του εγιαλετίου της Κρήτης (Eyalet-i Girid), με εξαίρεση τη δεκαετία 1830-1840, κατά την οποία η Κρήτη υπαγόταν στον αντιβασιλέα της Αιγύπτου Μοχάμεντ Άλι.
Λόγω της στρατηγικής του θέσης στα υψώματα μεταξύ των κοιλάδων Κοιλιάρη και Βρυσιανού, ο Βάμος επελέγη το 1867 ως έδρα του Νομού Σφακίων (Sancak-i İsfakiye) από τον Ιωάννη Σάββα πασά, ο οποίος έγινε και πρώτος νομάρχης του (mutasarrif). Για τον σκοπό αυτό στο χωριό χτίστηκαν με αγγαρείες των ντόπιων αρκετά δημόσια κτήρια, όπως το Διοικητήριο (Σεράγιο), οι στρατώνες (κισλάδες), αποθήκες, δεξαμενές και σχολεία, μεταξύ των οποίων το Παρθεναγωγείο, το οποίο σήμερα λειτουργεί ως δημοτικός ξενώνας. Σύμφωνα με περιγραφή του Σπηλιωτόπουλου στα τέλη του 19ου αιώνα, «ο Βάμος, πρωτεύουσα του ομώνυμου δήμου, έδρα του διοικητικού τμήματος Σφακίων εις ο υπάγονται αι επαρχίαι Αποκορώνου, Σφακίων και Αγίου Βασιλείου, ην μικρά κωμόπολις κατωκούμενη εκ χιλίων περίπου ψυχών επί της κορυφής λόφου τινός, κάτωθεν του οποίου διέρχεται ημιονική οδός, φέρουσα προς Βρύσαις και εκείθεν δια των πετρωδών λόφων προς τον Αλίκαμπον, την Κράπην και το Ασκύφον των Σφακίων.
Επί της κορυφής του λόφου τούτου ην ιδρυμένον το Διοικητήριον, μέγα οικοδόμημα, όπερ πυρποληθέν κατά την επανάστασιν του 1878 ανωκοδομήθη δια δαπάνης δέκα χιλιάδων λιρών επί Γεν. Διοικητού Μαχμούτ πασά».
Παρότι στο χωριό έδρευαν αρκετές οθωμανικές αρχές (πολιτική, δικαστική και στρατιωτική), οι χριστιανοί της επαρχίας έπαιξαν σημαντικό ρόλο σε όλες τις κρητικές επαναστάσεις. Το 1893 ιδρύθηκε μυστική αδελφότητα με σκοπό την ανάληψη ένοπλου αγώνα, η οποία ονομάστηκε «Μεταπολιτευτική Επιτροπή» το 1895. Επικεφαλής της τέθηκε ο πρωτοδίκης στον Βάμο Μανούσος Κούνδουρος, ο οποίος συνέταξε λεπτομερές υπόμνημα με τα αιτήματα των Μεταπολιτευτικών. Το φθινόπωρο του ίδιου έτους οι χριστιανοί επαναστάτες συγκρούστηκαν με τους Οθωμανούς σε αρκετά χωριά του Αποκόρωνα και των Σφακίων, αλλά το γεγονός που είχε καταλυτική σημασία για την εξέλιξη και επιτυχία της Μεταπολιτευτικής Επανάστασης ήταν η πολιορκία και άλωση του Βάμου (4-18 Μαΐου 1896), η οποία προκάλεσε το ενδιαφέρον των ευρωπαϊκών δυνάμεων και ώθησε την ελληνική κυβέρνηση να αντιμετωπίσει πιο υπεύθυνα το Κρητικό Ζήτημα.
Ο Βάμος διατήρησε τη σημασία του κατά την αυτονομία (1898-1913), αλλά παρήκμασε μετά την κατάργηση του Νομού Σφακίων το 1915. Ο πληθυσμός του χωριού συνέχισε να φθίνει κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, καθώς πολλοί νέοι αναζήτησαν απασχόληση αλλού. Τη δεκαετία του ’80 το χωριό επιχείρησε να ανακτήσει και «επικαιροποιήσει» τη σημασία του φιλοξενώντας σειρά πολιτιστικών εκδηλώσεων, αλλά ακόμα πιο σημαντική υπήρξε η προσπάθεια μιας παρέας νέων, οι οποίοι επέστρεψαν στο χωριό στις αρχές του ’90 και επιχείρησαν να του δώσει νέα ζωή ανακαινίζοντας παλιά σπίτια και επιδιώκοντας την ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών τουρισμού, όπως του αγροτουρισμού και του οικοτουρισμού. Στα τέλη της ίδιας δεκαετίας, ο Δήμος Βάμου (ο οποίος είχε ιδρυθεί πρώτη φορά το 1881) ανασυστάθηκε με το Πρόγραμμα «Καποδίστριας», αν και το 2010 ενώθηκε με τους άλλους δήμους της περιοχής με βάση το Πρόγραμμα «Καλλικράτης» για να συσταθεί ο Δήμος Αποκορώνου, του οποίου ο Βάμος έγινε ιστορική έδρα. Ως κληρονομιά της ιστορίας του, το χωριό φιλοξενεί αρκετές υπηρεσίες, όπως Ειρηνοδικείο, Κέντρο Υγείας και τράπεζα (πρώην Αγροτική και νυν Τράπεζα Πειραιώς), καθώς και σχολεία όλων των βαθμίδων (νηπιαγωγείο, δημοτικό, γυμνάσιο και λύκειο).
Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης