Δ.Ε. Φρε
ΑΓΙΟΙ ΠΑΝΤΕΣ
Οι Άγιοι Πάντες βρίσκονται σε υψόμετρο 150 μέτρων, ανάμεσα στις λεκάνες απορροής του Κοιλιάρη και του Βρυσιανού ποταμού. Σύμφωνα με τον Τρουλινό, στην τοποθεσία υπήρχε παλιά οικισμός που ονομαζόταν Επτάλοφος, αλλά η πληροφορία αυτή δεν επιβεβαιώνεται αλλού. Το χωριό είναι επίσης γνωστό ως Μπαμπαλή, ονομασία που λέγεται ότι οφείλεται σε δύο αδέρφια μουσουλμάνους που ίδρυσαν το χωριό. Ο ένας από αυτούς ήταν πατέρας (baba) πολλών παιδιών, ενώ ο άλλος που λεγόταν Αλί έχτισε στην τοποθεσία πανδοχείο (χάνι) στο οποίο έμεναν έμποροι και ταξιδιώτες που κινούνταν μεταξύ Χανίων, Ρεθύμνου, Σφακίων ή άλλων χωριών της επαρχίας. Για τον λόγο αυτό το χωριό αναφέρεται επίσης ως «Μπαμπαλή Χάνι». Το χωριό ήκμασε για αρκετά χρόνια, αλλά στα τέλη του 19ου αιώνα εγκαταλείφθηκε και το χάνι κατέρρευσε μερικά χρόνια αργότερα.
Η τοποθεσία άρχισε να κατοικείται πάλι το 1905, όταν εγκαταστάθηκαν εκεί ο Γιάννης Κουράκης από τα Κυριακοσέλλια, ο Σταύρος Νικηφοράκης από το Μελιδόνι και ο Αντρέας Πιτσικουλάκης από το Τζιτζιφέ με τις οικογένειές τους. Λίγο αργότερα εγκαταστάθηκε εκεί και ο καλόγερος Ιωάννης Παπαγιαννάκης από τον Φρε, ο οποίος ανέλαβε να αναστηλώσει μια ερειπωμένη βυζαντινή εκκλησία του 12ου ή 13ου αιώνα. Για την αναστήλωσή της ο Παπαγιαννάκης έκανε έρανο στα γύρω χωριά, δίνοντας την υπόσχεση σε όποιον βοηθούσε ότι θα δώσει το όνομά του στην εκκλησία. Ενώπιον της μεγάλης ανταπόκρισης των Αποκορωνιωτών, ο καλόγερος αποφάσισε τελικά να την ονομάσει Άγιους Πάντες, ώστε να μείνουν όλοι ικανοποιημένοι. Το 1959 την ονομασία αυτή απέκτησε επίσημα και το χωριό, το οποίο ήταν γνωστό έως τότε με την παλιά ονομασία Μπαμπαλή. Με πρωτοβουλία του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου και της Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, πριν μερικά χρόνια η εκκλησία συντηρήθηκε και αποκαταστάθηκε στην αρχική της μορφή. Στο εσωτερικό της βρέθηκε μια εικόνα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσας του 15ου αιώνα, η οποία θεωρείται μία από τις σημαντικότερες και παλαιότερες της Δυτικής Κρήτης. Ο ναός φαίνεται να είχε επίσης τοιχογραφίες, αλλά δυστυχώς αυτές δεν σώζονται.
Δίπλα στην εκκλησία και κοντά στον δρόμο που συνδέει την παλιά με τη νέα εθνική οδό βρίσκεται η λεγόμενη «χρυσολιά», μια μεγάλη ελιά ηλικίας αρκετών αιώνων. Σύμφωνα με την παράδοση, κάτω από τις ρίζες του δέντρου υπάρχει ένας σημαντικός θησαυρός, δοξασία στην οποία οφείλει το όνομά της.
Στο βορειοδυτικό άκρο του χωριού βρίσκεται από το 1991 το Κοινωφελές Ίδρυμα «Αγία Σοφία», ιδρυτής και πρόεδρος του οποίου ήταν ο διεθνούς βεληνεκούς ιεράρχης και Μητροπολίτης Κισσάμου και Σελίνου Ειρηναίος Γαλανάκης (1911-2013). Από την ίδρυσή του το ίδρυμα πρωτοστατεί στην πολιτιστική και αναπτυξιακή αναβάθμιση του Αποκόρωνα και της Κρήτης γενικότερα, ενώ από το 1996 επιδεικνύει αξιόλογο έργο και στο πεδίο της κοινωνικής μέριμνας, θέτοντας σε λειτουργία το πρόγραμμα «Βοήθεια στο σπίτι» με την επιστημονική στήριξη και συνεργασία του Κέντρου Υγείας Βάμου. Στον ίδιο χώρο φιλοξενείται και το Ινστιτούτο Επαρχιακού Τύπου, το οποίο αποσκοπεί στην κάλυψη των αναγκών συμπληρωματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης των δημοσιογράφων και των επαγγελματιών των ΜΜΕ, με έμφαση στον Τύπο της περιφέρειας. Οι εγκαταστάσεις του ανακαινίστηκαν το 2009 και έχουν έκτοτε φιλοξενήσει δεκάδες εκπαιδευτικά σεμινάρια, στα οποία συμμετέχουν επαγγελματίες, εκπαιδευόμενοι και καθηγητές από αρκετά ελληνικά και ξένα πανεπιστήμια. Οι Άγιοι Πάντες υπάγονται στο Δημοτικό Διαμέρισμα Παϊδοχωρίου της Δημοτικής Ενότητας Φρε.





Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης
ΜΕΛΙΔΟΝΙ
Το Μελιδόνι βρίσκεται σε υψόμετρο 451 μέτρων στο ανατολικό άκρο της Δ.Ε. Φρε, στους πρόποδες των Λευκών Ορέων. Μετά την ανακατάληψη της Κρήτης από τους Βυζαντινούς και την εγκατάσταση των δώδεκα αρχοντόπουλων το 1182, κύριος του χωριού και της ευρύτερης περιοχής έγινε κάποιος με το επώνυμο Μελιδόνης, το απαντάται μέχρι σήμερα στην Κρήτη. Το χωριό δεν αναφέρεται στις βενετικές απογραφές, αλλά μετά το 1740 άρχισαν να έρχονται στην περιοχή αυτή οι κτηνοτρόφοι Γιώργης Κοκκίνης και Σήφης Βάφης (ή Κοκκίνης), οι οποίοι είχαν καταγωγή από τους Πατακούς της Ίμπρου Σφακίων. Οι Κοκκίνηδες ξεχειμώνιαζαν τα πρόβατά τους «στου Μελιδόνη τα χωράφια», όπου τα παιδιά και τα εγγόνια τους έχτισαν σταδιακά σπίτια και δημιούργησαν οικισμό. Το χωριό αναφέρεται με το σημερινό του όνομα σε χάρτη των Γάλλων Philippe de Bonneval και Mathieu Dumas το 1783 και ξανά το 1834 στην αιγυπτιακή απογραφή ως Melidhóni, οπότε και κατοικούνταν από 20 χριστιανικές οικογένειες.
Παρά το μικρό του μέγεθος, το χωριό ανέδειξε σπουδαίους άντρες, όπως ο οπλαρχηγός Ιωσήφ Κωσταντουλάκης (Σήφακας), ο οποίος ύψωσε τη σημαία της ελευθερίας στο Μελιδόνι στις 16 Ιουνίου 1821, μαζί με τον Γιώργη Δασκαλάκη (Τσελεπή) από την Ανώπολη Σφακίων. Σημαντική δράση επέδειξε επίσης ο αδερφός του, Αντώνιος Σήφακας, αλλά και ο Ανδρέας Κακούρης, οπλαρχηγός και πληρεξούσιος Αποκορώνου, ο οποίος έλαβε μέρος στο Κίνημα του Θερίσου το 1905. Αρκετοί Μελιδονιανοί όπως ο Μανώλης Κανελάκης συμμετείχαν ως εθελοντές στον Μακεδονικό Αγώνα (1903-1908) και τη Μικρασιατική Εκστρατεία (1919-1922), ενώ το χωριό έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο κατά την Αντίσταση (1941-1945), καθώς υπήρξε ορμητήριο της ΕΟΚ (Εθνική Οργάνωση Κρήτης).
Η κεντρική εκκλησία του χωριού είναι η Ζωοδόχος Πηγή, η οποία θεμελιώθηκε το 1913 και περατώθηκε το 1937. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης ο ναός του Αγίου Αντωνίου, στα νότια του χωριού, ο οποίος χρονολογείται από τον 16ο αιώνα, καθώς και το ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία, το οποίο έχει θέα όλο τον Αποκόρωνα μέχρι και το Ρέθυμνο. Το Μελιδόνι είναι επίσης γνωστό για τα σπήλαια και σπηλαιοβάραθρα του, στο εσωτερικό των οποίων υπάρχουν υπόγειες λίμνες και καταρράχτες. Το σημαντικότερο από αυτά ο Γουργούθακας, ο οποίος έχει βάθος 1.208 μέτρα, είναι το βαθύτερο σπηλαιοβάραθρο στην Ελλάδα και το 50ό βαθύτερο στον κόσμο. Εξίσου εντυπωσιακά είναι το Λιοντάρι (1.110 μέτρα) και το Μαύρο Σκιάδι (342 μέτρα). Και τα τρία βρίσκονται στη Μελιδονιανή μαδάρα στην περιοχή Ατζίνες ή Ατζινόλακκας, η οποία προσελκύει διεθνές σπηλαιολογικό ενδιαφέρον.
Διοικητικά, το Μελιδόνι αναφέρεται ως μέρος του Δήμου Φρε το 1881 και το 1900 και μέρος της κοινότητας Ραμνής από το 1920 μέχρι το 1925, οπότε και δημιουργήθηκε διακριτή κοινότητα Μελιδονίου. Το 1997 η κοινότητα αυτή έγινε μέρος του Δήμου Φρε, ο οποίος έγινε Δημοτική Ενότητα του Δήμου Αποκορώνου το 2010.







Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης
ΝΕΡΟΧΩΡΙ
Το Νεροχώρι βρίσκεται σε υψόμετρο 194 μέτρων στο νότιο άκρο της κοιλάδας του Κοιλιάρη, ανάμεσα στα χωριά Παϊδοχώρι και Άγιοι Πάντες (Μπαμπαλή). Το χωριό καταλαμβάνει ένα ύψωμα που έχει θέα προς την κοιλάδα του Κοιλιάρη (στα βόρεια), την κοιλάδα του Αλμυρού και του Βρυσιανού (στα ανατολικά και νότια) και προς το Παϊδοχώρι (στα δυτικά), στο οποίο υπάγεται διοικητικά. Το όνομα του χωριού πιθανότατα συνδέεται με την ύπαρξη πηγών στην περιοχή, οι οποίες παρέχουν άφθονο ποτιστικό νερό. Το Νεροχώρι δεν αναφέρεται με το όνομά του στις απογραφές της Βενετοκρατίας, αλλά η θέση του ταυτίζεται με τον οικισμό Pomogna Polani (Πομόνια Πολάνη ή Μπολάνη) που αναφέρει ο Barozzi το 1577, πιθανότατα φέουδο της ομώνυμης οικογένειας. Ο οικισμός αυτός φαίνεται να εγκαταλείφθηκε στα μέσα του 16ου αιώνα, λίγο μετά την κατάκτηση της δυτικής Κρήτης από τους Οθωμανούς (1645-1646).
Γύρω στα 1800, κάτοικοι των γύρω χωριών έβλεπαν συχνά τα βράδια στην τοποθεσία αυτή ένα φως. Όταν πλησίασαν, διαπίστωσαν ότι το φως προερχόταν από μια εικόνα της Αγίας Μαρίνας που υπήρχε στο ύψωμα αυτό. Θεωρώντας το γεγονός θαύμα, έχτισαν έναν ναό στο σημείο που βρέθηκε η εικόνα, γύρω από τον οποίο άρχισαν σταδιακά να χτίζονται και άλλα σπίτια. Κατά την επανάσταση του 1821 εισέβαλαν στο χωριό Τούρκοι στρατιώτες σε ώρα Κυριακάτικης λειτουργίας, αλλά οι περισσότεροι κάτοικοι κατάφεραν να φύγουν και οι Τούρκοι ξέσπασαν στον παπά του Αγ. Αντωνίου (εκκλησία που βρίσκεται στη βόρεια είσοδο του χωριού, πλάι στο νεκροταφείο), τον οποίο κρέμασαν κοντά στου Καλού τη Βρύση. Το χωριό αναφέρεται στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834 ως Nerokhóri, οπότε και κατοικούνταν μαζί με το Παϊδοχώρι από 10 χριστιανικές και 5 μουσουλμανικές οικογένειες.
Κατά τις επόμενες δεκαετίες το χωριό δεν μεγάλωσε σημαντικά, αλλά υπήρξε η γενέτειρα σημαντικών ανδρών, όπως ο Μητροπολίτης Κισάμου και Σελίνου Ειρηναίος Γαλανάκης, ο οποίος επέδειξε αξιόλογο ποιμαντικό και κοινωνικό έργο στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Προς τιμήν του γίνονται κάθε χρόνο (όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν) τα «Ειρηναία», μια εκδήλωση μνήμης στην οποία συμμετέχει πλήθος κόσμου. Ένα άλλο επιφανές τέκνο του χωριού είναι ο Κώστας Ηλιάκης, στέλεχος της Αριστεράς με αξιόλογη αντιστασιακή δράση κατά τη γερμανική κατοχή (1941-1945), συγγενείς του οποίου πολέμησαν με τον Δημοκρατικό Στρατό στον Εμφύλιο (1946-1949).
Διοικητικά, το Νεροχώρι αναφέρεται ως μέρος του Δήμου Φρε το 1881 και το 1900, μέρος του αγροτικού δήμου Παϊδοχωρίου το 1920 και της κοινότητας Παϊδοχωρίου από το 1929 και έπειτα. Το 1997 η κοινότητα αυτή έγινε μέρος του ανασυσταθέντος Δήμου Φρε, ο οποίος έγινε Δημοτική Ενότητα του Δήμου Αποκορώνου το 2010.






Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης
ΠΑΪΔΟΧΩΡΙ
Το Παϊδοχώρι βρίσκεται σε υψόμετρο 208 μέτρων στο νότιο άκρο της κοιλάδας του Κοιλιάρη, ανάμεσα σε δύο μικρά φαράγγια, της Σκοτεινής (στα νότια, μεταξύ Πεμονίων και Παϊδοχωρίου) και των Μαχαιρών (στα βόρεια). Η προέλευση της ονομασίας του χωριού δεν είναι γνωστή, αλλά μάλλον σχετίζεται με τον παπά Παΐδη, ιερέα της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου που αναφέρεται στην απογραφή ναών του 1637. Το χωριό δεν αναφέρεται με το σημερινό του όνομα στις απογραφές της Βενετοκρατίας, αλλά τα κτήρια του 16ου και 17ου αιώνα που υπάρχουν σε αυτό μαρτυρούν ότι ήταν ένα από τα πέντε χωριά που ονομάζονταν Πεμόνια ή Πομόνια (Pomogna) και συγκεκριμένα ο οικισμός Pomogna Barbarigo που αναφέρει ο Basilicata το 1630. Κατά τη διάρκεια της Βενετοκρατίας χτίστηκε ένας νερόμυλος στον ανατολικότερο παραπόταμο του Κοιλιάρη (σταμάτησε να λειτουργεί το 1880) και η εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης, ενώ έγιναν προσθήκες σε αυτήν της Παναγίας, η οποία λέγεται ότι χτίστηκε κατά τη β΄ βυζαντινή περίοδο.
Το χωριό εξακολούθησε να κατοικείται μετά την κατάκτηση της δυτικής Κρήτης από τους Οθωμανούς (1645-1646) και αναφέρεται πρώτη φορά με τη σημερινή του ονομασία στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834 ως Paidokhóri, οπότε και κατοικούνταν μαζί με το Νεροχώρι από 10 χριστιανικές και 5 μουσουλμανικές οικογένειες. Το Παϊδοχώρι συμμετείχε ενεργά στις κρητικές επαναστάσεις και εξεγέρσεις του 19ου αιώνα, κατά τις οποίες αναδείχθηκαν αρκετοί άνδρες του, όπως ο Γεώργιος Μάρκου Πανηγυράκης, γιος του οπλαρχηγού Γλυνομάρκου, ο οποίος συμμετείχε στη Μεταπολιτευτική Επανάσταση του 1895-1896 και το 1912 πολέμησε ως εθελοντής στο μέτωπο της Ηπείρου. Άλλα γνωστά τέκνα του χωριού είναι ο Βαρδής Μαραγκουδάκης, ο Ιωάννης Πετρουλάκης (Νικηφορογιάννης), ο Νικόλαος Μαντωνανάκης και ο Κωνσταντίνος Χαβρεδάκης. Οι δύο τελευταίοι εξελέγησαν βουλευτές στη Συνέλευση των Κρητών, ενώ ο Ιωάννης Λιόδης και ο Γεώργιος Πανηγυράκης στην Ελληνική Βουλή. Το Παϊδοχώρι είναι επίσης η γενέτειρα του Γεώργιου Ηρακλή Χαβρεδάκη, ιδρυτή και εκδότη της εφημερίδας «Φωνή του Αποκορώνου». Ο πληθυσμός του χωριού μειώθηκε σημαντικά τον 20ο αιώνα, καθώς πολλοί μετανάστευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Αυστραλία και τη Γερμανία, αλλά οι περισσότεροι απόγονοί τους διατήρησαν τη σχέση τους με το χωριό, το οποίο επισκέπτονται κάθε χρόνο, συνήθως το καλοκαίρι.
Διοικητικά, το Παϊδοχώρι αναφέρεται ως μέρος του Δήμου Φρε το 1881 και το 1900, έδρα ομώνυμου αγροτικού δήμου το 1920 και μέρος της κοινότητας Πεμονίων από το 1925 μέχρι το 1929, οπότε και συστήθηκε διακριτή κοινότητα Παϊδοχωρίου, στην οποία υπάχθηκε και το Νεροχώρι. Το 1997 η κοινότητα Παϊδοχωρίου έγινε μέρος του ανασυσταθέντος Δήμου Φρε, ο οποίος έγινε Δημοτική Ενότητα του Δήμου Αποκορώνου το 2010.





Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης
ΠΕΜΟΝΙΑ
Τα Πεμόνια βρίσκονται σε υψόμετρο 214 μέτρων στο δυτικό άκρο της κοιλάδας του Αλμυρού, στη μέση περίπου της Δ.Ε. Φρε. Η ονομασία τους προέρχεται από τη βενετική λέξη Pomogna, που σημαίνει «φέουδο». Στη θέση Λακασάς έχουν βρεθεί ίχνη κτηρίων που μαρτυρούν ότι η περιοχή κατοικούνταν κατά την αρχαιότητα, αλλά αναπτύχθηκε ιδιαίτερα κατά τη Βενετοκρατία, οπότε και υπήρχαν σύμφωνα με τις απογραφές τουλάχιστον πέντε οικισμοί με το όνομα «Πομόνια» (Pomogna). Τα σημερινά Πεμόνια ταυτίζονται με τον οικισμό Pomogna Barozzi, δηλαδή το «φέουδο της οικογένειας Μπαρότση». Ο οικισμός αναφέρεται με το όνομα αυτό από τον Barozzi το 1577 και από τον Basilicata το 1630, ενώ εκτιμάται ότι η εγγραφή Pomonia de ma Zuana Barozzi που γίνεται από τον Καστροφύλακα το 1583 αφορά το ίδιο χωριό. Τα ίχνη της οικογένειας Μπαρότση χάνονται μετά την κατάληψη του Αποκόρωνα από τους Οθωμανούς το 1646 (μάλλον έφυγαν για το Ηράκλειο ή τη Βενετία), με αποτέλεσμα να αφαιρεθεί το όνομά τους από το όνομα του χωριού.
Κατά α επόμενα χρόνια τη διοίκηση του χωριού ανέλαβαν δύο αγάδες που ονομάζονταν Πιτσαμάνο (Pizzamano) και Πρεμαρίν (Premarin), ονόματα που μαρτυρούν ότι ήταν άρχοντες βενετικής καταγωγής που εξισλαμίστηκαν. Αυτοί μοίρασαν το χωριό μεταξύ τους σε δύο γειτονιές που αποκαλούνταν «Μέσα χωριό» και «Πέρα χωριό», ονομασίες που επιβιώνουν έως τις μέρες μας. Πέρα από τους άρχοντες θα πρέπει να εξισλαμίστηκαν και αρκετοί κάτοικοι του χωριού, καθώς σε αυτό υπήρχε μουσουλμανικό νεκροταφείο (στην περιοχή Μερτζαλίκια, παραφθορά της τουρκικής λέξης mezarlık), ενώ από εδώ λέγεται ότι κατάγονταν ο Χατζή Χουσεΐν, που σκοτώθηκε το 1866, και οι Κουρταγάδες, που στα μέσα του 19ου αιώνα λυμαίνονταν την επαρχία με τους «ζουρίδες» τους (σώματα ένοπλων μουσουλμάνων). Τα Πεμόνια ανέδειξαν σημαντικές προσωπικότητες και μεταξύ των χριστιανών, όπως τον οπλαρχηγό Εμμανουήλ Σμαραγδή «Αλιβάνιστο» που σκοτώθηκε στα Τσικαλαριά στις 12 Ιουλίου 1822 και τον νομικό Νικόλαο Κ. Κουτσουρελάκη, ο οποίος υπηρέτησε ως συνταγματάρχης της στρατιωτικής δικαιοσύνης και συνέβαλε στη σύνταξη του πρώτου συντάγματος της Κρητικής Πολιτείας (1899).
Λίγο πιο έξω από το χωριό, στον δρόμο προς το Φρε, βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, η οποία χτίστηκε τον 10ο ή 11ο αιώνα και γιορτάζει στις 3 Νοεμβρίου. Οι ντόπιοι την αναφέρουν ως του «Άη Γιώργη του Μεθυστή», καθώς την περίοδο της γιορτής της γίνεται η πρώτη δοκιμή του κρασιού. Η κεντρική εκκλησία του χωριού είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου και στη γιορτή της, στις 15 Αυγούστου, ο τοπικός πολιτιστικός σύλλογος διοργανώνει κάθε χρόνο μεγάλο πανηγύρι.
Διοικητικά, τα Πεμόνια αναφέρονται ως μέρος του Δήμου Φρε το 1881 και το 1900, έδρα ομώνυμου αγροτικού δήμου το 1920 και ως κοινότητα Πεμονίων μετά το 1925, στην οποία υπάγονταν τα χωριά Μπαμπαλή (μέχρι το 1926), Παϊδοχώρι και Νεροχώρι (μέχρι το 1929). Το 1997 τα Πεμόνια έγιναν μέρος του ανασυσταθέντος Δήμου Φρε, ο οποίος έγινε Δημοτική Ενότητα του Δήμου Αποκορώνου το 2010.






Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης
ΤΖΙΤΖΙΦΕΣ
Ο Τζιτζιφές βρίσκεται σε υψόμετρο 255 μέτρων στους πρόποδες των Λευκών Ορέων, στο νοτιοανατολικό άκρο της Δ.Ε. Φρε. Αποτελείται από δύο γειτονιές που χωρίζονται από μια ρεματιά που ονομάζεται Φαραγγούλι. Στο κάτω μέρος της ρεματιάς βρίσκεται η τοποθεσία Βρύση, όπου υπάρχει μια φυσική πηγή που τρέχει νερό όλο τον χρόνο, καθώς και δύο υπεραιωνόβια πλατάνια, στη σκιά των οποίων έγιναν πολλές και σημαντικές συνελεύσεις οπλαρχηγών κατά τον 19ο αιώνα. Το όνομα του χωριού οφείλεται πιθανότατα στο δέντρο τζιτζιφιά (Ziziphus jujuba), το οποίο κατάγεται από την Ασία αλλά ευδοκιμεί στην περιοχή.
Δεν είναι γνωστό πότε ιδρύθηκε το χωριό, αλλά η πρώτη γραπτή αναφορά σε αυτό γίνεται από τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά, ο οποίος το καταγράφει ως Ζιζιφέα. Το χωριό διατήρησε το όνομα αυτό κατά τη Βενετοκρατία, καθώς αναφέρεται από τον Καστροφύλακα το 1583 ως Ziziffea. Στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834 αναφέρεται ως Tzifés, μάλλον επειδή ο Άγγλος περιηγητής Πάσλεϊ πέρασε το πρώτο «τζι» του ονόματός του για άρθρο. Ο Χουρμούζης αναφέρει το χωριό ως Τσιντσιφέ στα Κρητικά το 1842, ενώ ο Κριτοβουλίδης το αναφέρει ως Ζιζιφέ το 1859.
Ο Τζιτζιφές υπήρξε συχνά καταφύγιο και τόπος συνάθροισης χριστιανών ενόπλων, ιδίως κατά τις επαναστάσεις του 1821, 1866, 1878 και 1895-96. Κατά τη διάρκεια αυτών διακρίθηκαν για τη ανδρεία και δράση τους αρκετοί ντόπιοι, όπως ο Γιώργης Παπαδάκης ή Ξέπαπας, οπλαρχηγός του 1821 και «φροντιστής» Οικονομίας της επαναστατημένης Κρήτης το 1822, ο οποίος εκπροσώπησε το νησί ως πληρεξούσιος στη Β΄ Εθνοσυνέλευση που έγινε στο Άστρος Κυνουρίας (29 Μαρτίου-18 Απριλίου 1823) και σκοτώθηκε στη Γραμβούσα μερικούς μήνες αργότερα. Ο γιός του Ιωάννης Παπαδάκης διακρίθηκε ως καθηγητής μαθηματικών και αστρονομίας, ενώ διετέλεσε διευθυντής του Αστεροσκοπείου Αθηνών (1855-1858) και κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού (σήμερα και Καποδιστριακού) Πανεπιστημίου δύο φορές (1859-1860 και 1873-1874). Ένα άλλο διάσημο τέκνο του χωριού είναι ο Αναγνώστης Μιχελιουδάκης, ο οποίος πολέμησε στην επανάσταση του 1866 και διετέλεσε πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Φρε από το 1906 μέχρι το 1911.
Πέρα από την ιστορία του Τζιτζιφέ, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εκκλησίες του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, του Αγίου Γεωργίου, της Αγίας Φωτεινής και των Γενεθλίων της Θεοτόκου, καθώς και το σπήλαιο Μαρμαρόσπηλιο(ς) που βρίσκεται στη θέση Κρεμαστός, έξω από το χωριό. Ο Τζιτζιφές είναι επίσης γνωστός ως ένα από τα χωριά της «ρίζας», απ’ όπου κατάγεται το γνωστό ριζίτικο τραγούδι και όπου εδρεύει ο καλλιτεχνικός όμιλος «Ο Αποκόρωνας». Είναι επίσης το μόνο χωριό της Κρήτης όπου εξακολουθεί να παράγεται το καραμπάσι, ένα αιθέριο έλαιο που παράγεται από τους καρπούς της δάφνης (Laurus nobilis) και έχει θεραπευτικές όσο και καλλωπιστικές ιδιότητες.
Διοικητικά, το χωριό αναφέρεται ως Τζιτζυφές του Δήμου Φρε το 1881 και το 1900, έδρα ομώνυμου αγροτικού δήμου το 1920 και αυτοτελής κοινότητα μετά το 1925. Το 1997 ο Τζιτζιφές έγινε μέρος του ανασυσταθέντος Δήμου Φρε, ο οποίος έγινε Δημοτική Ενότητα του Δήμου Αποκορώνου το 2010.






Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης
ΦΡΕΣ
Ο Φρες βρίσκεται σε υψόμετρο 223 μέτρων στους πρόποδες των Λευκών Ορέων, σε μια τοποθεσία με θέα μεγάλο μέρος του Αποκόρωνα. Η ονομασία του χωριού συνδέεται πιθανότατα με την ίδρυση μιας σχολής «Φρέρηδων» το 1550, δηλαδή μοναχών που πήραν το όνομά τους από τη γαλλική λέξη frère, που σημαίνει «αδελφός». Σύμφωνα με τον Θεόδωρο Τρουλλινό, το χωριό υπήρχε ήδη κατά τη βυζαντινή περίοδο και ονομαζόταν Φέγγη, ενώ σε αυτό κατέφυγαν κάτοικοι του Φονέ και του Αλίκαμπου το 1571, όταν επιτέθηκε στα χωριά τους ο Οθωμανός πειρατής Ουλούτς Αλή (Uluç Ali). Το χωριό αναφέρεται ως Fre από τον Barozzi το 1577 και από τον Καστροφύλακα το 1583, αν και γνωρίζουμε ότι ήταν επίσης γνωστό ως Pomogna Zuliani ή Giuliani, δηλαδή «το φέουδο της οικογένειας Τζουλιάνι».
Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, οι κάτοικοι του συνοικισμού Κοτσοβίτσα συμμετείχαν στην επανάσταση του Δασκαλογιάννη το 1770, γεγονός που προκάλεσε τη μήνι των Οθωμανών, οι οποίοι τους σκότωσαν μέχρι τον τελευταίο και έκαψαν τα σπίτια τους. Ο Φρες συμμετείχε ενεργά στην επανάσταση του 1821, αλλά τον Φεβρουάριο του 1824 ο Χασάν πασάς εισέβαλε στον Αποκόρωνα και αιχμαλώτισε κοντά στον Φρε 400 χριστιανούς, τους οποίους πούλησε ως σκλάβους. Σύμφωνα με την αιγυπτιακή απογραφή του 1834, το χωριό κατοικούνταν από 80 χριστιανικές οικογένειες και μία μουσουλμανική, ενώ αναφέρεται επίσης από τον Μιχαήλ Χουρμούζη το 1842 ως Φραι.
Το χωριό συμμετείχε και στην επανάσταση του 1841 (επίσης γνωστή ως του Χαιρέτη), καθώς σύμφωνα με τη λαϊκή μούσα «Στου Φρε τον κατεβάσανε, στου Σύμβουλου το σπίτι, κι εφημερίδες έκαμαν κι εγέμισεν η Κρήτη». Εδώ λέγεται επίσης ότι έλαβε χώρα η πρώτη σύγκρουση της επανάστασης του 1866, όταν ο Νικόλας Τζιτζικαλάκης σκότωσε τον αιμοβόρο Χατζή Χουσεΐν αγά των Πεμονίων, ενώ στην εκκλησία της Ευαγγελίστριας και το δημοτικό σχολείο του χωριού φιλοξενήθηκε η «Παγκρήτια Επαναστατική Συνέλευση» που συγκροτήθηκε την 1η Ιανουαρίου 1878. Ο Φρες έπαιξε σημαντικό ρόλο και κατά τη Μεταπολιτευτική Επανάσταση (1895-1896), καθώς φιλοξένησε τη Μεταπολιτευτική Επιτροπή και συνελεύσεις ενόπλων σε αρκετές περιπτώσεις. Η επίτευξη της αυτονομίας το 1898 δεν προκάλεσε εφησυχασμό στους Φρεδιανούς, αλλά ώθησε πολλούς να συνεχίσουν να αγωνίζονται για την απελευθέρωση των ομογενών τους στη Μακεδονία και την Ήπειρο.
Ως ελάχιστος φόρος τιμής σε όσους πολέμησαν και έπεσαν στους αγώνες αυτούς, μπροστά από την Παναγία την Ευαγγελίστρια φτιάχτηκε ένα ηρώο με την επιγραφή «Μνήμη και Χρέος», το οποίο αποτελείται από ένα άγαλμα αφιερωμένο στον Άγνωστο Κρητικό αγωνιστή και τις προτομές του Κωνσταντίνου Διγενάκη, οπλαρχηγού και συγγραφέα, του Σταύρου Κελαϊδή, οπλαρχηγού και δικηγόρου, και του Κωνσταντίνου Λαγουμιτζάκη, δάσκαλου και επιθεωρητή Μέσης Εκπαίδευσης. Τα γλυπτά αυτά πλαισιώνουν πέτρινες στήλες, όπου αναγράφονται τα ονόματα όσων πολέμησαν στις Κρητικές επαναστάσεις, τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-13) και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο μεγαλοπρεπής ναός της Παναγίας της Ευαγγελίστριας αποτελεί το σήμα κατατεθέν του χωριού, ενώ έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο μνημείο. Πρόκειται για τρίκογχο ναό με τρούλο που χτίστηκε κατά την περίοδο 1789-1861 και πήρε τη σημερινή του μορφή το 1875. Αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα νεότερης εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής, με αξιόλογο με αξιόλογο τοιχογραφικό διάκοσμο που έχει φιλοτεχνήσει ο Στυλιανός Καρτάκης, μαθητής του Φώτη Κόντογλου.
Μια άλλη ενδιαφέρουσα εκκλησία του χωριού είναι η Παναγία των Δύο Βράχων, η οποία χτίστηκε τον 13ο αιώνα στη θέση «του Καμπή ο Λαγγός», σε ένα μικρό φαράγγι στα νοτιοδυτικά του χωριού, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στη θέση Ρεγκούση, η οποία είναι διακοσμημένη με τοιχογραφίες του 14ου αιώνα που εικονίζουν αγίους και σκηνές του Ευαγγελικού κύκλου. Δύο άλλα σημεία αναφοράς για το χωριό είναι το αρχοντικό Μανούσακα, όπου στεγάζεται το Μουσείο του Φρε, και η πινακοθήκη Γιαννουλάκη, η οποία περιλαμβάνει εξαιρετικά έργα σύγχρονων Ελλήνων ζωγράφων.
Διοικητικά, ο Φρες αναφέρεται ως έδρα του Δήμου Φρε το 1881 και το 1900, έδρα του ομώνυμου αγροτικού δήμου το 1920 και αυτοτελής κοινότητα μετά το 1925. Το 1997 ο Δήμος Φρε ανασυστάθηκε και το 2010 έγινε Δημοτική Ενότητα του Δήμου Αποκορώνου.






Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης