Δ.Ε. Γεωργιουπόλεως
ΓΕΩΡΓΙΟΥΠΟΛΗ
Η Γεωργιούπολη είναι ένας παραθαλάσσιος οικισμός που βρίσκεται στον μυχό του Κόλπου Αλμυρού, δίπλα στο σημείο όπου εκβάλλει ο ομώνυμος ποταμός. Ο πρώτος οικισμός στην περιοχή αυτή χτίστηκε στον λόφο του Βένου η Κεφάλα, όπου και αναπτύχθηκε σταδιακά η αρχαία πόλη Αμφιμάλιον ή Αμφιμάλλα, επίνειο της αρχαίας Λάππας (σήμερα Αργυρούπολη). Η περιοχή φαίνεται να εγκαταλείφθηκε κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο, αλλά στις αρχές του 13ου αιώνα οι Βενετοί αναγνώρισαν τη σημασία της και έχτισαν δύο μικρά φρούρια, τα οποία ονομάζονταν στα Καστελάκια ή Παλιοκάστελα στα ελληνικά και Castello dell’ Almiro στα ιταλικά. Οι βενετικές απογραφές δεν αναφέρουν οικισμό με μόνιμο πληθυσμό, αλλά στις οχυρώσεις θα πρέπει να υπήρχε μόνιμη φρουρά.
Τουλάχιστον ένα από τα φρούρια αυτά εξακολούθησε να υπάρχει κατά την Τουρκοκρατία, έως ότου καταστράφηκε το 1821 από ομάδα επαναστατών υπό τον Πρωτοπαπαδάκη. Οι Οθωμανοί δεν επιχείρησαν να το ξαναχτίσουν, με αποτέλεσμα το «στενό του Αλμυρού» να γίνει άντρο ληστών και λαθρεμπόρων κατά τις επόμενες δεκαετίες. Σε αυτό συντέλεσε ότι ο ποταμός Αλμυρός ήταν πλωτός για αρκετές εκατοντάδες μέτρα από την εκβολή του, ενώ οι βραχώδεις ακτές στα βόρεια πρόσφεραν κάλυψη από επιθέσεις ή πυρά από την ξηρά. Η κατάσταση αυτή άρχισε να αλλάζει το 1880, όταν εγκαταστάθηκε στην περιοχή ο Μιλτιάδης Παπαδογιαννάκης, έμπορος στην Αθήνα με καταγωγή από το Καλαμίτσι, με σκοπό να αποξηράνει τους βάλτους και να κάνει την περιοχή καλλιεργήσιμο κάμπο, ο οποίος θα αρδευόταν με τα νερά του ποταμού Αλμυρού. Παρά τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες, ο νέος οικισμός που ίδρυσε ως Αρμυρούπολη άρχισε το 1893 να προσελκύει νέους κατοίκους, ενώ το έλος αποξηράθηκε και φυτεύτηκαν εκατοντάδες ευκάλυπτοι και άλλα δέντρα, πολλά εκ των οποίων υπάρχουν έως σήμερα. Η μεταμόρφωση του έλους σε μια μικρή πόλη ολοκληρώθηκε το 1899 με τη μετονομασία του οικισμού σε Γεωργιούπολη, προς τιμήν του πρώτου Ύπατου Αρμοστή Κρήτης, πρίγκιπα Γεωργίου (1898-1906).
Η Γεωργιούπολη αναπτύχθηκε σημαντικά κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, γνώρισε ύφεση στα μέσα του και συνέχισε να αναπτύσσεται μετά την εκ νέου «ανακάλυψη» της Κρήτης από τους Ευρωπαίους επισκέπτες τη δεκαετία του ’70, με αποτέλεσμα να εξελιχθεί σε δημοφιλές τουριστικό θέρετρο. Πέρα από τις μεγάλες αμμώδεις παραλίες της, σημεία ενδιαφέροντος αποτελούν η γέφυρα του ποταμού Αλμυρού και το εκκλησάκι του Αγ. Νικολάου, που παλιότερα ήταν νησί και πλέον συνδέεται με την απέναντι ξηρά με μώλο.
Διοικητικά, στη Γεωργιούπολη υπάγονται οι οικισμοί Ασπρουλιάνοι, Μαθές, Κάβαλλος και Μουρί. Η Αρμυρούπολη αναφέρεται ως τμήμα του Δήμου Μαθέ το 1881, Γεωργιούπολη του Δήμου Γεωργιουπόλεως από το 1900 μέχρι το 1915 και αυτοτελής κοινότητα έκτοτε μέχρι το 1999, οπότε και ανασυστάθηκε ο Δήμος Γεωργιούπολης, ο οποίος έγινε Δημοτική Ενότητα του Δήμου Αποκορώνου το 2010.
Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης
ΔΡΑΜΙΑ
Τα Δράμια βρίσκονται στο ανατολικό άκρο του Δήμου Αποκορώνου, σε υψόμετρο 42 μέτρων στα δυτικά του ποταμού Μουσέλα, ο οποίος αποτελεί το όριο ανάμεσα στις Π.Ε. Χανίων και Ρεθύμνου. Στο παρελθόν η εκβολή του ποταμού ήταν ελώδης, με αποτέλεσμα η περιοχή να μαστίζεται από την ελονοσία. Το χωριό πήρε το όνομά του από την αρχαία πόλη Υδραμία, η οποία ιδρύθηκε τη μινωική εποχή γύρω από τον λόφο Κεφάλα, αλλά άκμασε κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. Στο χωριό βρέθηκε πήλινη λάρνακα της μετανακτορικής περιόδου (1360-1200 π.Χ.), μία από τις ελάχιστες που έχουν βρεθεί στη δυτική Κρήτη.
Σύμφωνα με την παράδοση, το χωριό (επαν)ιδρύθηκε από Σφακιανούς βοσκούς που κατέβαιναν από τη μαδάρα τον χειμώνα και επέστρεφαν στα ορεινά των Σφακίων τους θερινούς μήνες. Ένας από αυτούς τους ήταν και ο καπετάν Μανιάς, ο οποίος υπήρξε συνοδός και μεταφραστής γνωστών ευρωπαίων περιηγητών, όπως ο Robert Pashley και ο Thomas Spratt. Στον κατάλογο των 100 πόλεων της Κρήτης που σώζεται στην Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας, αναφέρεται η πόλη “Idramia, allogiamento de forestieri, era ove hora e il casale Dramia nel confine tra Rettimmo e la Canea” (Υδραμία, μέρος όπου κατοικούν ξένοι, ήταν εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το χωριό Δράμια, στα όρια μεταξύ [των περιοχών] Ρεθύμνου και Χανίων»). Το χωριό αναφέρεται ως Dhramio Flari από τον Barozzi το 1577, Adramia από τον Καστροφύλακα το 1583 (μάλλον παραφθορά του αρχαίου Υδραμία), Dramia από τον Basilicata το 1630 και Dhrámia από τον Pashley το 1834.
Κοντά στο χωριό υπήρχε η μονή του Αγίου Γεωργίου (Δούβρικα), μετόχι της μονής Μυριοκεφάλων που ίδρυσε ο Άγιος Ιωάννης ο Ξένος τον 10ο αιώνα. Το μοναστήρι καταστράφηκε από τους Οθωμανούς το 1770 και ανοικοδομήθηκε αργότερα, αλλά δεν υπάρχει σήμερα. Στις 31 Μαρτίου 1896 οι Μεταπολιτευτικοί συγκρούστηκαν με την οθωμανική φρουρά της Επισκοπής στα Δράμια και νίκησαν, με αποτέλεσμα η επιρροή τους να επεκταθεί στην ενδοχώρα του Ρεθύμνου και στις 10 Απριλίου να γίνει μία ακόμα μάχη -αν και αμφίρροπη ως προς την έκβασή της- στα Σελλιά Αγ. Βασιλείου.
Το χωριό παρέμεινε στην αφάνεια κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα, αλλά στα τέλη του άρχισε να σημειώνεται ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την τουριστική ανάπτυξη της περιοχής, καθώς τα Δράμια βρίσκονται κοντά σε όμορφες παραλίες και σε αρκετά σημεία ενδιαφέροντος (Γεωργιούπολη, λίμνη Κουρνά, πηγές Αργυρούπολης), ενώ είναι εύκολα προσβάσιμα από τα Χανιά, το Ρέθυμνο και άλλες περιοχές της Κρήτης. Χάρη στα πλεονεκτήματα αυτά, τα Δράμια εξελίχθηκαν γρήγορα σε σημαντικό θέρετρο, το οποίο διαθέτει σήμερα καταλύματα και υποδομές πάσης φύσης, από ενοικιαζόμενα δωμάτια έως ξενοδοχεία, εστιατόρια και καφετέριες.
Διοικητικά, τα Δράμια αναφέρονται ως τμήμα του Δήμου Μαθέ το 1881, του Δήμου Γεωργιουπόλεως από το 1900 μέχρι το 1915, και μέρος της κοινότητας Φυλακής έκτοτε μέχρι το 1999, οπότε και έγιναν πάλι μέρος του ανασυσταθέντος Δήμου Γεωργιούπολης, ο οποίος έγινε μέρος του Δήμου Αποκορώνου το 2010.
Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης
ΕΞΩΠΟΛΗ
Η Εξώπολη (ή Ξώπολη) είναι χτισμένη σε υψόμετρο 133 μέτρων σε μια βουνοπλαγιά με θέα τον Κόλπο του Αλμυρού. Παλιά το χωριό λεγόταν Χρυσούπολη, ονομασία που ενδεχομένως οφείλεται στο ότι άκμασε κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής και βυζαντινής περιόδου ως εμπορικός κόμβος ανάμεσα στην ενδοχώρα του Αποκόρωνα και την περιοχή γύρω από τον Κόλπο του Αλμυρού. Το χωριό αναφέρεται από τον Barozzi το 1577 ως Ghrussopoli, από τον Καστροφύλακα το 1583 ως Argiromuri Chrussopulli και από τον Basilicata το 1630 ως Assogieromuri Chrussopoli. Στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834 αναφέρονται δύο διακριτά χωριά με τα ονόματα Xopolis και Azoeromuri, τα οποία έγιναν Ξώπολις και Αργυρομούρι του Δήμου Βάμου το 1881. Η Εξώπολη πέρασε στην αφάνεια μετά την ίδρυση της Γεωργιούπολης στις αρχές του 20ου αιώνα, αν και η τουριστική ανάπτυξη της τελευταίας ευνόησε και τη δική της.
Στο κέντρο του χωριού υπάρχει η εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου και του Αγίου Δημητρίου, η οποία έχει το εξαιρετικά σπάνιο χαρακτηριστικό ότι έχει ένα κλίτος και έναν θόλο, αλλά δύο αγίες τράπεζες και δύο κόγχες ιερού. Πρωτομάστορας της εκκλησίας αυτής ήταν ο Γιώργης Γιωργαράκης από τον Κεφαλά, ενώ Κεφαλιανός ήταν και ο κατασκευαστής του εντυπωσιακού τέμπλου του, Παπαγιάννης Πρινόλης ή Πρινολάκης. Η εκκλησία άρχισε να χτίζεται το 1888 και τα εγκαίνιά της έγιναν το 1908. Σε αυτήν φιλοξενείται το μοναδικό λάβαρο που έχει δημιουργηθεί με βάση σημαία της Κρητικής Πολιτείας, κατασκευασμένο το 1901 στην Αθήνα (το άνω αριστερό τετράγωνο της σημαίας επιχρωματίστηκε μπλε το 1913). Μια άλλη σημαντική εκκλησία είναι αυτή του Αγίου Βασιλείου, η οποία εκτιμάται ότι χτίστηκε από τον Όσιο Ιωάννη τον Ξένο τον 13ο αιώνα.
Πέρα από τις εκκλησίες της, η Εξώπολη είναι γνωστή για το έθιμο «πέταγμα του κουδουνιού», που γίνεται στη γιορτή του Αγίου Γεωργίου (23 Απριλίου) στη γειτονιά Αργυρομούρι. Σύμφωνα με αυτό, ο ιερέας του χωριού βάζει μέσα σ’ ένα κουδούνι μπαρούτι, σκόρδο, αλάτι και λιβάνι, και μετά πετάει το κουδούνι στα αιγοπρόβατα που έχουν συγκεντρωθεί μπροστά από την εκκλησία. Το πρώτο ζώο που θα ακουμπήσει το κουδούνι το φοράει για όσο ζει, προφυλάσσοντας τον ιδιοκτήτη και την οικογένειά του από το «κακό μάτι».
Διοικητικά, το χωριό αναφέρεται ως μέρος του Δήμου Βάμου το 1881 και το 1900, έδρα ομώνυμου αγροτικού δήμου το 1920 και μέρος της Kοινότητας Γεωργιούπολης το 1928. Το 1951 το χωριό αναφέρεται ως τμήμα της Κοινότητας Καλαμίτσι Αμυγδάλι, ιδιότητα που διατήρησε μέχρι την επανίδρυση του Δήμου Γεωργιούπολης το 1999, ο οποίος έγινε Δημοτικό Διαμέρισμα του Δήμου Αποκορώνου το 2010. H παραλία Καλυβάκι, μεταξύ των ποταμών Αλμυρού και Βλυχάδας, υπάγεται στην Εξώπολη.
Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης
ΚΑΒΑΛΛΟΣ
Ο Κάβαλλος βρίσκεται σε υψόμετρο 72 μέτρων, στην ανατολική όχθη της λίμνης Κουρνά. Η προέλευση της ονομασίας «Κάβαλλος» δεν είναι γνωστή, αλλά στην αρχαιότητα η λίμνη ήταν γνωστή με το όνομα Κορησία και στις όχθες της πιστεύεται ότι υπήρχε ιερό προς τιμήν της Κορησίας Αθηνάς. Η ονομασία «Κουρνάς» εκτιμάται ότι δόθηκε στη λίμνη και τον παρακείμενο οικισμό κατά την περίοδο της Αραβοκρατίας (8ος αιώνας-961), καθώς κούρνα ή γκούρνα σημαίνει «λίμνη» στα αραβικά. Ωστόσο, οι κάτοικοι της περιοχής μετακινήθηκαν στο χωριό Κουρνάς (2,5 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά) κατά τη β΄ Βυζαντινή περίοδο (961-1252), με αποτέλεσμα ο παραλίμνιος οικισμός να εγκαταλειφθεί. Κατά τη Βενετοκρατία δεν αναφέρεται χωριό γύρω από τη λίμνη, αλλά κατά την Τουρκοκρατία δημιουργήθηκαν τρία: ο Κάβαλλος στην ανατολική της όχθη, το Μουρί ανατολικότερα (υψόμετρο 46 μέτρα) και τα Ξυλαδιανά, ανάμεσα στον Κάβαλλο και τον Κουρνά (υψόμετρο 115 μέτρα).
Ως προς τον σχηματισμό της λίμνης, ο θρύλος λέει ότι κάποια μέρα ένας χωρικός που ζούσε εδώ πήρε την κόρη του για να πάνε στα χωράφια. Στον δρόμο έκατσαν κάπου να ξαποστάσουν και η κόρη άρχισε να χτενίζει τα ξανθά μαλλιά της. Ενώ αρχικά την καμάρωνε, ο πατέρας ξαφνικά την επιθύμησε ερωτικά και της ρίχτηκε. Η κόρη ξαφνιάστηκε και φώναξε απελπισμένη: «Βούλα και βουλολίμνα, κι εγώ στοιχειό στην λίμνα!». Αμέσως ο τόπος βυθίστηκε προς τα μέσα και σχηματίστηκε λίμνη, την οποία στοίχειωσε η κόρη. Λέγεται μάλιστα πως ορισμένοι κάτοικοι ακόμα βλέπουν μερικές φορές τη νύχτα μια κοπέλα να κάθεται σε κάποιο βράχο και να χτενίζει τα μαλλιά της.
Ανεξάρτητα από τον θρύλο και τις λαϊκές δοξασίες, η λίμνη Κουρνά είναι η μοναδική φυσική λίμνη στην Κρήτη και η μεγαλύτερη φυσική λίμνη σε νησί στη Μεσόγειο. Τροφοδοτείται από επιφανειακά ρέματα και δύο υπόγειες πηγές και αποστραγγίζεται από τον ποταμό Δέλφινα, ο οποίος εκβάλει στον Κόλπο του Αλμυρού ανάμεσα στους Ασπρουλιάνους και τον Καβρό. Τα σκοτεινά νερά στο κέντρο της λίμνης οδήγησαν στον θρύλο ότι δεν είχε πυθμένα, αλλά βυθομετρήσεις που έγιναν στα μέσα του 20ού αιώνα έδειξαν ότι το βάθος της δεν ξεπερνάει τα 23 μέτρα (το βαθύτερο σημείο της βρίσκεται 3,5 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας). Οι διαστάσεις της μεταβάλλονται κατά τη διάρκεια του έτους, αλλά η μέγιστη έκταση της φτάνει τα 579 στρέμματα και ο όγκος της τα 7,5 εκατομμύρια κυβικά μέτρα. Η λίμνη είναι σημαντικός βιότοπος για ψάρια και αποδημητικά πουλιά, ενώ αποτελεί Περιοχή Προστασίας της Ορνιθοπανίδας και έχει ενταχθεί στο δίκτυο Natura 2000. Στην ανατολική όχθη της λίμνης υπάρχουν πολλά καφέ και εστιατόρια, ενώ είναι δημοφιλής η βόλτα γύρω από αυτήν με θαλάσσιο ποδήλατο ή με τα πόδια.
Διοικητικά, τα χωριά της περιοχής αναφέρονται πρώτη φορά ως Ξυλαδιανά και Κάβαλλος του Δήμου Μαθέ το 1881 και περιλαμβάνονται στα χωριά που αναφέρονται με τη γενική ονομασία «Κουρνοπατήματα». Το 1900 αναφέρονται μόνο τα Ξυλαδιανά ως μέρος του Δήμου Γεωργιουπόλεως και το 1920 μόνο ο Κάβαλος, στον ίδιο δήμο, ο οποίος αναφέρεται από το 1940 και εξής ως Κάβαλλος. Τα παραπάνω χωριά έγιναν μέρος της Κοινότητας Γεωργιούπολης το 1980 και του ανασυσταθέντος Δήμου Γεωργιούπολης το 1999, ο οποίος έγινε Δημοτική Ενότητα του Δήμου Αποκορώνου το 2010.
Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης
ΚΑΛΑΜΙΤΣΙ ΑΜΥΓΔΑΛΙ
Το Καλαμίτσι Αμυγδάλι βρίσκεται σε υψόμετρο 141 μέτρων νότια των υψωμάτων του Βάμου, ανάμεσα στο Καλαμίτσι Αλεξάνδρου και την Εξώπολη. Σύμφωνα με την παράδοση, το χωριό πήρε το όνομά του από τα αμύγδαλα που παρήγαγε στο παρελθόν σε μεγάλες ποσότητες, και για αυτό τον λόγο ονομάστηκε Αμυγδάλου, που με τον καιρό έγινε Αμυγδάλι. Δε διαθέτουμε στοιχεία για το πότε ακριβώς ιδρύθηκε το χωριό, αλλά αναφέρεται από τον Barozzi το 1577 ως Calamici Amighdalea, ονομασία που συναντάται ελαφρώς παραλλαγμένη ως Calamici Amigdalu στον Καστροφύλακα το 1583 και ως Calamici (σκέτο, σε αντιπαραβολή με το γειτονικό Calamici Alissandro) από τον Basilicata το 1630. Στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834 καταγράφεται ως Kalamitzi, αν και δεν είναι σαφές αν η εγγραφή αυτή αφορά το Αλεξάνδρου, το Αμυγδάλι ή και τα δύο μαζί. Τα δύο χωριά αναφέρονται και πάλι στα Κρητικά του Χουρμούζη Βυζάντιου το 1842 ως Καλαμίτσι Πέρα (Αλεξάνδρου) και Καλαμίτσι Πόδε (Αμυγδάλι).
Στη νεότερη ιστορία, το Καλαμίτσι Αμυγδάλι υπήρξε το χωριό όπου κορυφώθηκε η αντιπαράθεση των χριστιανών της Κρήτης με τις Δυνάμεις κατά το κίνημα του Θερίσου, καθώς στις αρχές Οκτωβρίου του 1905 ρωσικός στρατός υπό τον Κωνσταντίνο Ουρμπάνοβιτς κατέλαβε τη Γεωργιούπολη, έφτασε μέχρι το Καλαμίτσι Αμυγδάλι και ζήτησε την παράδοση του Βάμου μέσα σε 36 ώρες. Οι κινηματίες απέρριψαν την αξίωσή του και ενίσχυσαν τις θέσεις τους, αναγκάζοντάς τον να διαπραγματευτεί μαζί τους στο Καλαμίτσι. Ωστόσο, ο Βρετανός πρόξενος Έζμι Χάουαρντ συμφώνησε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο τον τερματισμό του ένοπλου αγώνα, με αντάλλαγμα τη συγκρότηση μιας διεθνούς εξεταστικής επιτροπής που θα επισκεπτόταν την Κρήτη και θα πρότεινε μεταρρυθμίσεις.
Σήμερα, το Καλαμίτσι Αμυγδάλι είναι γνωστό για τα στενά σοκάκια του, την παλιά βρύση στην πλατεία του χωριού και την εκκλησία του Αγίου Παύλου, η οποία χτίστηκε στις αρχές του 19ου αιώνα. Στο χωριό υπάρχει επίσης ένας Συνεταιρισμός Μεταξιού, γνωστός για τα πανέμορφα παραδοσιακά υφαντά από μετάξι που φτιάχνουν οι γυναίκες του χωριού. Στα νοτιοανατολικά του χωριού υπάρχει ο Βακλές, ένας υπέροχος φυσικός χώρος με πλατάνια και τρεχούμενα νερά. Από εδώ ένα μονοπάτι οδηγεί στο ξωκλήσι της Αγίας Ελεούσας, το οποίο αποτέλεσε καταφύγιο ενόπλων κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Όταν οι Οθωμανοί έμαθαν για τον χώρο αυτό, έστειλαν δύναμη να το καταστρέψει, με αποτέλεσμα να σώζεται σήμερα μόνο το ιερό του ναού. Κάτω από το βράχο που σκεπάζει το εκκλησάκι, έχει δημιουργηθεί σταλακτίτης από τα νερά των πηγών της περιοχής.
Διοικητικά, το χωριό αναφέρεται ως μέρος του Δήμου Βάμου το 1881 και το 1900, έδρα ομώνυμου αγροτικού δήμου το 1920 και μέρος της κοινότητας Γεωργιούπολης το 1928. Το 1951 έγινε έδρα ομώνυμης κοινότητας και το 1999 μέρος του ανασυσταθέντος Δήμου Γεωργιούπολης, ο οποίος έγινε Δημοτική Ενότητα του Δήμου Αποκορώνου το 2010.
Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης
ΚΑΣΤΕΛΛΟΣ
Ο Κάστελλος βρίσκεται στα νοτιοανατολικά του Αποκόρωνα, σε υψόμετρο 227 μέτρων στους πρόποδες των Λευκών Ορέων. Πρόκειται για γραφικό ημιορεινό χωριό που έχει χτιστεί κατά μήκος ενός επιμήκη λόφου που εκτείνεται από νότο προς βορρά και έχει πανοραμική θέα από τη Γεωργιούπολη μέχρι τον Πετρέ στα βόρεια, τον Κουρνά στα δυτικά και τη Φυλακή στα ανατολικά. Λόγω της οχυρής θέσης του το χωριό ονομάστηκε castello (δηλαδή κάστρο) από τους Βενετούς, απ’ όπου και προέκυψε η σημερινή εξελληνισμένη ονομασία του. Το χωριό αναφέρεται ως Castello από τον Barozzi το 1577, Castello et Patima από τον Καστροφύλακα το 1583 και Castello από τον Basilicata το 1630. Με δεδομένο ότι ο λόφος χρησιμοποιούνταν κυρίως για αμυντικούς σκοπούς, ο κυρίως οικισμός βρισκόταν παλιότερα χαμηλά στη βόρεια άκρη του λόφου, σε μια τοποθεσία που ονομάζεται Αγκαθές ή Αγκαθιάς.
Ωστόσο, γύρω στα 1800 οι κάτοικοι του χωριού μετακινήθηκαν και εγκαταστάθηκαν πάνω στον λόφο, ώστε να είναι προστατευμένοι από επιθέσεις από τα πεδινά. Η κίνηση αυτή αποδείχθηκε εύστοχη, καθώς σε σφοδρή μάχη που έγινε το 1835 στο χωριό οι Οθωμανοί έχασαν 22 άνδρες, ενώ οι ντόπιοι μόνο έναν. Αντιλαμβανόμενοι ότι ήταν δύσκολο να ελέγξουν αποτελεσματικά την περιοχή, οι Οθωμανοί εγκατέστησαν φρουρά στη γειτονική Επισκοπή, αλλά δεν επιχείρησαν ξανά επίθεση κατά του Κάστελλου. Λόγω της ορεινής του φύσης και του ατίθασου χαρακτήρα των κατοίκων του, το χωριό έπαιξε σημαντικό ρόλο και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής (1941-1945), κατά την οποία το χωριό αποτέλεσε προσωρινό καταφύγιο για αρκετές αντάρτικες ομάδες.
Πέρα από τον ιστορικό του πλούτο, το χωριό είναι γνωστό και για τη φυσική ομορφιά του, καθώς στη χαράδρα που το χωρίζει από τον Κουρνά υπάρχει ένα εντυπωσιακό δάσος από αζίλακες, ένα μοναδικό είδος δρυός που μπορεί να φτάσει τα 25 μέτρα ύψος και της οποίας τα φύλλα δεν έχουν το συνηθισμένο σχήμα, αλλά μοιάζουν με αυτά της ελιάς. Σε δεσπόζουσα υπερυψωμένη θέση στα νότια του χωριού υπάρχουν τα ερείπια ενός κουλέ, δηλαδή ενός πύργου, έναν από τους πολλούς που έχτισαν οι Οθωμανοί μετά την επανάσταση του 1866-1869 για να ελέγχουν τα ορεινά χωριά και τις μεταξύ τους διαβάσεις. Το χωριό παρουσιάζει σημαντική ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια, καθώς έχουν αναπαλαιωθεί αρκετά παλιά σπίτια ώστε να μετατραπούν σε ξενώνες και τουριστικά καταλύματα, με σεβασμό στην παράδοση και την αρχιτεκτονική του τόπου.
Διοικητικά, το χωριό αναφέρεται ως τμήμα του Δήμου Μαθέ το 1881, του Δήμου Γεωργιούπολης το 1900 και έδρα ομώνυμου αγροτικού δήμου το 1920. Ο Κάστελλος έγινε αυτοτελής κοινότητα από το 1926 μέχρι το 1999, όταν και προσαρτήθηκε στον Δήμο Γεωργιούπολης, ο οποίος έγινε Δημοτική Ενότητα του Δήμου Αποκορώνου το 2010.
Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης
ΚΟΥΡΝΑΣ
Το χωριό Κουρνάς βρίσκεται σε υψόμετρο 210 μέτρων στα ανατολικά του Αποκόρωνα, στους βορειοανατολικούς πρόποδες του όρους Δαφνομαδάρα. Η ονομασία του χωριού σημαίνει «λίμνη» στα αραβικά (προφέρεται kurna ή gurna) και προφανώς συνδέεται με την παρακείμενη λίμνη, στις όχθες της οποίας βρισκόταν παλαιότερα το χωριό. Η μετακίνηση των κατοίκων του στη σημερινή τοποθεσία πρέπει να έγινε κατά τη β΄ Βυζαντινή περίοδο (961-1252), καθώς στις εκκλησίες του Αγίου Γεωργίου και της Αγίας Ειρήνης υπάρχουν και διατηρούνται σε καλή κατάσταση υπολείμματα βυζαντινών τοιχογραφιών. Η παλαιότερη καταγεγραμμένη αναφορά στο χωριό γίνεται σε πληρεξούσιο του Στεφάνου Σαχλίκη το 1356 προς τον Εμμανουήλ Μελισσηνό, κάτοικο του οικισμού Κουρνά (Hemanueli Melissino, habitatori casalis Curna). Το χωριό αναφέρεται ξανά ως Curna από τον Barozzi το 1577, από τον Καστροφύλακα το 1583 και από τον Basilicata το 1630.
Ενθαρρυμένοι από την κήρυξη της επανάστασης στη νότια Ελλάδα την άνοιξη του 1821, τον ίδιο Ιούλιο εκατοντάδες χριστιανοί ένοπλοι άρχισαν να συγκεντρώνονται έξω από τον Κουρνά, όπου τους επιτέθηκε ο Σερίφ πασάς από το Ρέθυμνο με 15.000 άνδρες και κατάφερε να τους εξολοθρεύσει. Χάρη στον αιφνιδιασμό αυτό, οι Οθωμανοί κατάφεραν όχι μόνο να ανακτήσουν τον έλεγχο της περιοχής, αλλά και να περάσουν από τα στενά του Αλμυρού χωρίς να συναντήσουν αντίσταση, καταστρέφοντας στη συνέχεια πολλά χωριά του Αποκόρωνα. Ο Κουρνάς έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο κατά την επανάσταση του 1866-1869, οπότε και έγινε για ένα διάστημα έδρα της Επαναστατικής Κυβέρνησης, ενώ το 1897 έγινε προσωρινά έδρα της Γενικής Συνέλευσης των Κρητών.
Πέρα από τον ιστορικό του πλούτο, ο Κουρνάς είναι επίσης γνωστός για τη φυσική του ομορφιά. Δυτικά του χωριού στη θέση Κερατιδέ υπάρχει ένα μεγάλο σπήλαιο με εντυπωσιακούς σταλακτίτες και σταλαγμίτες, ενώ στη χαράδρα που το χωρίζει από τον Κάστελλο υπάρχει ένα εντυπωσιακό δάσος από αζίλακες, ένα μοναδικό είδος δρυός που μπορεί να φτάσει τα 25 μέτρα ύψος και τα φύλλα του μοιάζουν με αυτά της ελιάς.
Στα μέσα του 20ού αιώνα ιδρύθηκε στην παραλία βόρεια του χωριού ο οικισμός Παραλία Κουρνά ή Καβρός. Η αρχική ονομασία δείχνει ότι πολλοί κάτοικοι του νέου οικισμού ήρθαν από τον Κουρνά, ενώ η δεύτερη οφείλεται στο ποτάμι που ορίζει τα ανατολικά όριά του με τα Δράμια, όπου λέγεται ότι υπήρχαν πολλά καβούρια (καβροί). Το δυτικό άκρο του Καβρού είναι ο ποταμός Δέλφινας, ο οποίος έρχεται από τη λίμνη Κουρνά και εκβάλλει στον Κόλπο του Αλμυρού. Χάρη στη μεγάλη παραλία του με την καθαρή άμμο και τα πεντακάθαρα νερά, ο Καβρός έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια σε δημοφιλές τουριστικό θέρετρο όπου μπορεί κανείς να βρει κάθε είδους υποδομές και υπηρεσίες.
Διοικητικά, ο Κουρνάς αναφέρεται ως τμήμα του Δήμου Μαθέ το 1881, αυτοτελής κοινότητα το 1920 και μέρος του Δήμου Γεωργιουπόλεως το 1999, ο οποίος έγινε Δημοτική Ενότητα του Δήμου Αποκορώνου το 2010.
Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης
ΜΑΘΕΣ
Ο Μαθές βρίσκεται σε υψόμετρο 155 μέτρων νότια της Γεωργιούπολης, σε ένα κατάφυτο τοπίο με θέα στον Κόλπο του Αλμυρού και τα υψώματα του Βάμου και του Κεφαλά στα βόρεια. Η ονομασία του χωριού ενδεχομένως προέρχεται από κάποιον Ματθαίο που εγκαταστάθηκε πρώτος στην περιοχή (το όνομα προφέρεται επίσης Μαθιός ή Μαθές στην κρητική διάλεκτο), ενώ σύμφωνα με μια άλλη θεωρία σχετίζεται με το ότι ήταν ένα από τα λίγα χωριά που είχαν σχολείο, στο οποίο πήγαιναν παιδιά από τα γύρω χωριά για να μάθουν γράμματα, εξ ου και Μαθές. Σε κάθε περίπτωση, το χωριό είναι ευρέως γνωστό ως ο Μαθές (αρσενικού γένους), αν και οι ντόπιοι το αναφέρουν και ως το Μαθέ (ουδετέρου γένους). Το χωριό αναφέρεται από τον Barozzi το 1577 ως Mathea, από τον Καστροφύλακα το 1583 ως Mathé και από τον Basilicata το 1630 ως Mathia. Στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834 αναφέρεται ως Mathès, οπότε και είχε 15 χριστιανικές οικογένειες.
Στη βενετική απογραφή εκκλησιών του 1637 αναφέρεται στο Μαθέ η εκκλησία του Μιχαήλ Αρχαγγέλου, αλλά σήμερα είναι περισσότερο γνωστή αυτή του Αγίου Αντωνίου, στην είσοδο του χωριού από την πλευρά της Γεωργιούπολης. Αν και εξωτερικά μοιάζει με συνηθισμένο ξωκλήσι, το εσωτερικό της κρύβει μια ενδιαφέρουσα ιστορία, καθώς στη σκεπή της φύτρωσε πριν πολλά χρόνια μια χαρουπιά, οι ρίζες της οποίας σταδιακά αγκάλιασαν το κτήριο από την οροφή μέχρι το δάπεδο. Κατά τη διάρκεια μιας πυρκαγιάς το 1982 το δέντρο κάηκε, αλλά το εσωτερικό του ναού και οι ρίζες της χαρουπιάς σώθηκαν. Στο Μαθέ σώζεται επίσης μια εντυπωσιακή αιωνόβια ελιά, που σύμφωνα με τους ντόπιους έχει ηλικία εκατοντάδων χρόνων. Η μορφή και ο όγκος της εντυπωσιάζουν τον επισκέπτη, ενώ καθιστούν το δέντρο αυτό ένα μοναδικό μνημείο της φύσης.
Διοικητικά, ο Μαθές αναφέρεται ως έδρα του ομώνυμου δήμου το 1881, ο οποίος εκτεινόταν από τον Εμπρόσνερο μέχρι την Ασή Γωνιά και είχε πληθυσμό 4.187 άτομα, εκ των οποίων μόλις 8 μουσουλμάνοι. Το 1900 το χωριό έγινε μέρος του Δήμου Γεωργιούπολης και μέρος της κοινότητας Γεωργιούπολης από το 1925 μέχρι το 1997, όταν ανασυστάθηκε ο Δήμος Γεωργιούπολης, ο οποίος έγινε Δημοτική Ενότητα του Δήμου Αποκορώνου το 2010.
Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης
ΜΟΥΡΙ
Το Μουρί βρίσκεται σε υψόμετρο 46 μέτρων στα ανατολικά της Λίμνης Κουρνά, στη μέση περίπου της κοιλάδας που σχηματίζεται ανάμεσα στους πρόποδες των Λευκών Ορέων, τη Γεωργιούπολη και τον ποταμό Μουσέλα. Στην αρχαιότητα η λίμνη ήταν γνωστή με το όνομα Κορησία και στις όχθες της πιστεύεται ότι υπήρχε ιερό προς τιμήν της Κορησίας Αθηνάς, ενώ κατά την Αραβοκρατία (8ος-10ος αιώνας) ιδρύθηκε στις όχθες της χωριό, το οποίο εγκαταλείφθηκε κατά τη β΄ βυζαντινή περίοδο, καθώς οι κάτοικοι του οποίου μετακινήθηκαν 2,5 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά, στην περιοχή όπου σήμερα βρίσκεται το χωριό Κουρνάς.
Η περιοχή της λίμνης φαίνεται να έμεινε έκτοτε ακατοίκητη για αρκετά χρόνια, καθώς δεν αναφέρεται χωριό γύρω από αυτή στις απογραφές της Βενετοκρατίας. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, το Μουρί ιδρύθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα από Σφακιανούς που ήρθαν από το ομώνυμο χωριό της επαρχίας Σφακίων. Η ονομασία «Μουρί» χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει μια τοποθεσία με θέα στη γύρω περιοχή, πράγμα που ισχύει τόσο για τον παλιό οικισμό (το Μουρί Σφακίων) όσο και για τον νέο (το Μουρί Αποκορώνου). Το χωριό αναφέρεται στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834 ως Muri, οπότε και κατοικούνταν από 10 χριστιανικές και 2 μουσουλμανικές οικογένειες.
Στο χωριό υπάρχουν δύο εκκλησίες, μία στο δυτικό άκρο του οικισμού, αφιερωμένη στους Αγίους Αναργύρους, και μία στο ανατολικό άκρο, αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη τον Ριγολόγο (η οποία γιορτάζει στις 29 Αυγούστου). Δίπλα στην πρώτη από αυτές χτίστηκε και λειτούργησε σχολείο στα τέλη του 19ου αιώνα, αλλά μετά την ίδρυση της Γεωργιούπολης το 1900 το σχολείο και οι μαθητές μεταφέρθηκαν εκεί. Ωστόσο, ο χώρος αναδιαμορφώθηκε πριν μερικά χρόνια και πλέον φιλοξενεί τον Παιδικό Σταθμό Γεωργιούπολης.
Διοικητικά, το χωριό αναφέρεται ως Μουρέ του Δήμου Μαθέ το 1881, του Δήμου Γεωργιουπόλεως το 1900 και της κοινότητας Γεωργιουπόλεως μετά το 1920, μέρος της οποίας παρέμεινε έκτοτε. Το 1971 καταργήθηκε ο οικισμός Δημητρουλιανά, ο οποίος προσαρτήθηκε στο Μουρί. Το χωριό έγινε μέρος του ανασυσταθέντος Δήμου Γεωργιούπολης το 1997, ο οποίος έγινε Δημοτική Ενότητα του Δήμου Αποκορώνου το 2010.
Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης
ΠΑΤΗΜΑ
Το Πάτημα βρίσκεται σε υψόμετρο 238 μέτρων στα νοτιοανατολικά του Αποκόρωνα, χτισμένο σε ένα λόφο με εξαιρετική θέα προς τον Κάστελλο, τον Κόλπο του Αλμυρού και τον κάμπο της Επισκοπής. Η προέλευση της ονομασίας του χωριού δεν είναι γνωστή, αλλά εκτιμάται ότι ιδρύθηκε κατά τη Βενετοκρατία, οπότε και επελέγη ως έδρα φρουράς. Το χωριό αναφέρεται από τον Barozzi το 1577 ως Patima, από τον Καστροφύλακα το 1583 ως Castello et Pattima και από τον Basilicata το 1630 ως Patima. Το χωριό αναφέρεται επίσης στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834, σύμφωνα με την οποία είχε 15 χριστιανικές και 2 μουσουλμανικές οικογένειες, ενώ συνδέεται ιστορικά και οικονομικά με τα χωριά Κάστελλο και Κουρνά, για αυτό η ευρύτερη περιοχή είναι γνωστή ως «Κουρνοπατήματα».
Το Πάτημα έγινε θέατρο έντονων συγκρούσεων κατά τις επαναστάσεις του 1821 και του 1866, καθώς λόγω της οχυρής τοποθεσίας του έλεγχε μεγάλο μέρος της περιοχής δυτικά του ποταμού Μουσέλα και τις προσβάσεις προς την Ασή Γωνιά και τη μαδάρα. Σύμφωνα με τον Κριτοβουλίδη, στις 2 Αυγούστου 1821 «τρισχιλίοι περίπου Τούρκοι επετέθησαν κατά των οχυρωμένων Ελλήνων περί το Πάτημα και Κάστελον, χωρία λίαν οχυρά. Πεισματώδης εξηκολούθει εφ’ όλην την ημέραν η μάχη, αλλ’ ενεκαρτέρουν αμφότεροι γενναιοψύχως εις τας θέσεις των. Διό μόλις η νυξ επελθούσα διέλυσε την ισχυράν εκείνην πάλην, καθ’ ην Έλληνες έπεσαν εννέα, εκ δε των πολεμίων εξήκοντα και επληγώθησαν πολλοί», για αυτό και υποχώρησαν στα Δράμια, απ’ όπου κινήθηκαν την επόμενη μέρα προς τα στενά του Αλμυρού (σήμερα Γεωργιούπολη). Κάτι αντίστοιχο συνέβη και το 1866, για αυτό οι Οθωμανοί έχτισαν έναν κουλέ (πύργο) στα δυτικά του χωριού, ώστε να ελέγχουν καλύτερα την περιοχή.
Στη δυτική πλευρά του χωριού βρίσκεται η βυζαντινή εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων, η οποία χτίστηκε τον 15ο αιώνα και φέρει διπλό θυρεό και οικόσημο, ενώ κοσμείται με αξιόλογες τοιχογραφίες. Επίσης ενδιαφέρουσα είναι η εκκλησία του Αγίου Αντωνίου του 17ου αιώνα, λίγο πιο έξω από το χωριό, καθώς και τα ερείπια βενετικών κτιρίων που υπάρχουν διάσπαρτα σε αυτό.
Διοικητικά, το Πάτημα αναφέρεται ως τμήμα του Δήμου Μαθέ το 1881, του Δήμου Γεωργιούπολης το 1900, της κοινότητας Κουρνά το 1925 και της κοινότητας Καστέλλου μετά το 1926. Το 1997 το Πάτημα έγινε μέρος του ανασυσταθέντος Δήμου Γεωργιούπολης, ο οποίος έγινε Δημοτική Ενότητα του Δήμου Αποκορώνου το 2010.
Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης
ΦΥΛΑΚΗ
Η Φυλακή (ή Φλακή) βρίσκεται σε υψόμετρο 111 μέτρων στο ανατολικό άκρο του Αποκόρωνα, κοντά στον ποταμό Μουσέλα, ο οποίος αποτελεί το σύνορο μεταξύ των Π.Ε. Χανίων και Ρεθύμνου. Εκτιμάται ότι το χωριό πήρε το όνομά του από τις φυλακές που υπήρχαν εδώ κατά την ύστερη οθωμανική περίοδο, ή από τα φυλάκια που υπήρχαν κατά μήκος του ποταμού Μουσέλα, ο οποίος ήταν παλιά πλωτός, πράγμα που καταδεικνύει η ύπαρξη παλιών νερόμυλων κοντά στις όχθες του.
Η περιοχή φαίνεται να κατοικήθηκε ήδη τα αρχαία χρόνια, καθώς στη θέση «Της τρύπας τ’ αρμί», βορειοδυτικά του χωριού, βρέθηκε θολωτός τάφος της Υστερομινωικής εποχής, ο οποίος εκτιμάται ότι χτίστηκε μεταξύ των ετών 1370-1200 π.Χ. Ο τάφος ήταν συλημένος, αλλά οι αρχαιολόγοι εντόπισαν μερικά ενδιαφέροντα κτερίσματα, μεταξύ των οποίων χρυσοί ρόδακες περιδέραιου, ασημένια και λίθινα δαχτυλίδια και σφραγιδόλιθοι. Το σημερινό χωριό φαίνεται να ιδρύθηκε κατά τη Βενετοκρατία, καθώς αναφέρεται από τον Barozzi το 1577 ως Dhramio Flari (μαζί με τα Δράμια), από τον Καστροφύλακα το 1583 ως Flachi και από τον Basilicata το 1630 με την ίδια ονομασία. Αναφέρεται επίσης στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834, σύμφωνα με την οποία κατοικούνταν από 25 χριστιανικές και 4 μουσουλμανικές οικογένειες.
Το 1880 η Φυλακή έγινε για έναν περίπου χρόνο έδρα του Νομού Σφακίων (Sancak-i İsfakiye), διάστημα κατά το οποίο χτίστηκαν τα κτήρια της φυλακής και του δικαστηρίου, τα οποία σώζονται έως σήμερα. Πέρα από αυτά, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εκκλησία της Αγίας Άννας, στο εσωτερικό της οποίας υπάρχει ένας περίτεχνος τάφος με τον θυρεό των Καλλέργηδων, μιας οικογένειας που έπαιξε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην Κρήτη κατά τη Βενετοκρατία. Ένα άλλο σημείο ενδιαφέροντος είναι το παλιό Δημοτικό Σχολείο του χωριού, το οποίο χτίστηκε κατά την τελευταία θητεία του Ελευθερίου Βενιζέλου (1928-1932) και έχει κηρυχθεί νεότερο μνημείο, ενώ ολόκληρος ο οικισμός έχει υπαχθεί στον κατάλογο Παραδοσιακών Οικισμών της Ελλάδας (ΦΕΚ 594/13-11-1978).
Διοικητικά, η Φυλακή αναφέρεται ως μέρος του Δήμου Μαθέ το 1881, του Δήμου Γεωργιούπολης το 1900, του αγροτικού δήμου Κάστελλου το 1920 και της κοινότητας Κάστελλου το 1926, απ’ όπου αποσπάστηκε το 1949 και έγινε αυτοτελής κοινότητα, στην οποία επίσης υπάγονταν τα Δράμια. Το 1997 η Φυλακή έγινε μέρος του ανασυσταθέντος Δήμου Γεωργιούπολης, ο οποίος έγινε Δημοτική Ενότητα του Δήμου Αποκορώνου το 2010.
Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης