Γραμματεία-Πρωτόκολλο: 2825340300, info@apokoronas.gov.gr

Δ.Ε. Κρυονερίδας

Παρουσίαση οικισμών της Δημοτικής Ενότητας Κρυονερίδας στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας «Γνωρίζοντας τα χωριά του Αποκόρωνα»:

Οι Βρύσες είναι η έδρα του Δήμου Αποκορώνου και σύμφωνα με την απογραφή του 2011 έχουν 740 κατοίκους. Το χωριό βρίσκεται σε πεδινό πρανές σε υψόμετρο 70 μέτρων και διασχίζεται από τους ποταμούς Βρυσιανό και Μπούτακα. Η ονομασία του χωριού οφείλεται στην ύπαρξη πολλών πηγών στην περιοχή, οι οποίες παλιότερα ονομάζονταν «βρύσες». Το χωριό είναι σχετικά νέο, καθώς δεν υπήρχε μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, αλλά η τοποθεσία αυτή έπαιξε σημαντικό ρόλο στη νεότερη κρητική ιστορία.

Κατά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη το 1770 στην περιοχή στρατοπέδευσαν 12.000 Οθωμανοί στρατιώτες, τους οποίους συγκέντρωσαν οι πασάδες της Κρήτης για να καταπνίξουν την εξέγερση. Η λαϊκή μούσα μνημονεύει το γεγονός ως εξής: «Οι Βρύσες γυρωτρίγυρα μαυρίζουν σαν τα δάση, κι από τρεις τόπους ξεκινούν [εννοεί τις πόλεις Χανιά, Ρέθυμνο και Ηράκλειο] εις τα Σφακιά να πάσι. Μαυρίζουνε τα λιόφυτα, μαζεύονται σα λεφούσι, από το πλήθος της Τουρκιάς εις τα Σφακιά να βγούσι». Το 1770 οι Αποκορωνιώτες δεν μπόρεσαν να αντιδράσουν στη συγκέντρωση, αλλά το 1866 η εξέλιξη ήταν πολύ διαφορετική. Τότε, ο Σαχίν πασάς στρατοπέδευσε στις Βρύσες με 5.000 Αιγύπτιους στρατιώτες, αλλά στις 26 Αυγούστου 1866 δέχτηκε επίθεση από χριστιανούς επαναστάτες που εξόρμησαν από τ’ Ασκύφου. Προς ενίσχυση του Σαχίν πασά έσπευσε από τα Χανιά ο Τουρκοκρητικός Χασάν Μπάντρης με 2.000 άτακτους, αλλά οι δυνάμεις τους δεν κατάφεραν να απωθήσουν τις επιθέσεις των χριστιανών. Αντιλαμβανόμενος ότι αδυνατούσε να κρατήσει τη θέση του, ο Σαχίν πασάς ύψωσε λευκή σημαία και έδειξε διάθεση να συνθηκολογήσει, αλλά την τελευταία στιγμή τράπηκε σε φυγή, αφήνοντας πίσω του μεγάλες ποσότητες οπλισμού.

Μια επίσης σημαντική μάχη έγινε το φθινόπωρο του 1877 στην παραπλήσια τοποθεσία Κεφαλόβρυση, αλλά ακόμη μεγαλύτερη σημασία είχε αυτή που έγινε στην Κεφάλα Βρυσών (τότε Αλικάμπου) στις 27 Νοεμβρίου 1895, λίγο μετά την έναρξη της Μεταπολιτευτικής Επανάστασης τον ίδιο Οκτώβριο. Κατά τη διάρκεια της μάχης αυτής, οι χριστιανοί επαναστάτες απέκρουσαν επιτυχώς μια ισχυρή οθωμανική δύναμη 3.000 ανδρών. Σύμφωνα με την περιγραφή του Πρεβελάκη, «Εις την γυμνήν και ακατοίκητον τότε θέσιν των Βρυσών και στους υπέρθεν γηλόφους, η Μεταπολιτευτική Επιτροπή εκέρδισε πρώτη περίλαμπρον νίκην. Μετά σκληράν μάχην διαρκέσασαν καθ’ όλην την 27η Νοεμβρίου 1895, οι Τούρκοι κατετροπώθησαν, αφήσαντες εκτός μάχης 196 νεκρούς και τραυματίας». Προς ανάμνηση του γεγονότος αυτού στο χωριό ανεγέρθηκε μνημείο, καθώς και προτομές των Ιωσήφ Λεκανίδη και Μανούσου Κούνδουρου.

Σύμφωνα με τις διαθέσιμες πηγές, το χωριό άρχισε να χτίζεται κατά την περίοδο της αυτονομίας το 1905 και έγινε αυτοτελής κοινότητα το 1925, αλλά λόγω της θέσης του κοντά στον κύριο οδικό άξονα Χανίων – Ρεθύμνου και πάνω στον κύριο δρόμο προς τα Σφακιά αναπτύχθηκε γρήγορα. Κατά τα επόμενα χρόνια ο οικισμός γνώρισε σημαντική οικονομική και πληθυσμιακή ανάπτυξη, αλλά η γερμανική κατοχή (1941-1945) επηρέασε αρνητικά τη μετέπειτα πορεία του. Κατά την τελευταία φάση της Μάχης της Κρήτης τον Μάιο του 1941 οι βρετανικές δυνάμεις υποχώρησαν προς τα Σφακιά μέσω Βρυσών, εξέλιξη που ώθησε τους Γερμανούς να βομβαρδίσουν το χωριό και να προξενήσουν σημαντικές ζημιές στην παλιά του γέφυρα, η οποία κατέρρευσε μερικά χρόνια αργότερα. Το χωριό και ο πληθυσμός του άρχισαν να ανακάμπτουν μόλις τη δεκαετία του ’60, λόγω της ανάπτυξης των συγκοινωνιών και του τουρισμού.

Οι Βρύσες έγιναν έδρα του Δήμου Κρυονερίδας το 1999 σύμφωνα με το Πρόγραμμα «Καποδίστριας» και έδρα του Δήμου Αποκορώνου το 2010 σύμφωνα με το Πρόγραμμα «Καλλικράτης». Στο χωριό υπάρχουν σχολεία όλων των βαθμίδων (νηπιαγωγείο, δημοτικό, γυμνάσιο και Επαγγελματικό Λύκειο), αστυνομικό τμήμα, πυροσβεστικό κλιμάκιο, ιατρείο, κτηνιατρείο, ταχυδρομείο και μηχάνημα αυτόματης ανάληψης (ΑΤΜ) της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

Ο Αλίκαμπος βρίσκεται σε υψόμετρο 330 μέτρων στους ανατολικούς πρόποδες των Λευκών Ορέων, σε ένα πρανές γνωστό ως Αλικαμπιώτικη μαδάρα. ν και δε γνωρίζουμε πότε ακριβώς ιδρύθηκε το χωριό, το όνομά του προέρχεται ενδεχομένως από συνδυασμό της αρχαιοελληνικής λέξης άλυς (κόκκινος) με την λατινογενή campo (πεδίο), επειδή στο πρανές υπάρχει πολύ κοκκινόχωμα. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, το πρώτο συνθετικό προέρχεται από την αραβική λέξη ‘ali που σημαίνει ψηλός, άρα η ονομασία σημαίνει «ψηλός κάμπος». Σύμφωνα με μια τρίτη εκδοχή, το χωριό πήρε το όνομά του από τον Οθωμανό πειρατή Ουλούτς Αλή (Uluç Ali) που το κατέστρεψε το 1567, γι’ αυτό και ενίοτε αναφέρεται ως «Αλήκαμπος». Σε κάθε περίπτωση, το χωριό αναφέρεται ως Alicambo από τον Barozzi το 1577 και με το ίδιο όνομα από τον Καστροφύλακα (βενετική απογραφή) το 1583.

Σύμφωνα με τις διαθέσιμες πηγές, οι πρώτοι που έχτισαν οχυρώσεις στο χωριό ήταν Άραβες, οι οποίοι έχτισαν ένα φρούριο στη θέση Πηργιολύκι το 821 μ.Χ. Μετά την ανακατάληψη της Κρήτης από τον Νικηφόρο Φωκά το 961 μ.Χ, στην Κρήτη εγκαταστάθηκαν δώδεκα οικογένειες ευγενών, στους οποίους δόθηκαν μεγάλες εκτάσεις γης. Ο Αλίκαμπος δόθηκε τότε στον Μαλαβαρά, μαζί με μια έκταση που εκτεινόταν ανατολικά μέχρι τη λίμνη Κουρνά και βόρεια μέχρι τον Βρυσιανό ποταμό. Το χωριό ήκμασε κατά τους επόμενους δύο αιώνες, διάστημα κατά το οποίο χτίστηκαν αρκετές εκκλησίες, μεταξύ των οποίων αυτή της Κοίμησης της Θεοτόκου, η οποία τοιχογραφήθηκε από τον Ιωάννη Παγωμένο γύρω στο 1315 και διατηρείται σε καλή κατάσταση έως σήμερα.

Μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Βενετούς στο χωριό εγκαταστάθηκε η οικογένεια των Κόντη (Conti), μέλη της οποίας υπηρέτησαν ως μισθοφόροι της Βενετίας σε αρκετούς πολέμους. Ωστόσο, οι ντόπιοι ήταν δυσαρεστημένοι από τη βενετική διοίκηση και συμμετείχαν σε αρκετές εξεγέρσεις εναντίον της. Ιδιαίτερη δράση επέδειξαν κατά την εξέγερση του Καντανολέοντα (1527-1528), με αποτέλεσμα να σταλεί εναντίον τους μια δύναμη 3.000 στρατιωτών υπό τον στρατηγό Λουκίνο Δελφέρμη. Παρά τις γενναίες προσπάθειες των Αλικαμπιωτών, οι Βενετοί κατέλαβαν και κατέστρεψαν το χωριό, ενώ έσφαξαν ή εξόρισαν σχεδόν όλους τους κατοίκους του. Στη συνέχεια προσπάθησαν να πουλήσουν ή να εποικίσουν το χωριό, αλλά οι Αλικαμπιώτες κατάφεραν να επιστρέψουν το 1536 και λίγο αργότερα να τους αναγνωριστεί η κυριότητα των κτημάτων τους.

Οι σχέσεις των ντόπιων με τους Οθωμανούς δεν ήταν πιο εύκολες απ’ ότι με τους Βενετούς και ο Αλίκαμπος εξακολούθησε να είναι κέντρο επαναστατικής δράσης κατά την Τουρκοκρατία. Τον Μάρτιο του 1824 ο Τσουδερός επιτέθηκε από τον Αλίκαμπο κατά των Αιγύπτιων του Χουσεΐν πασά, αλλά δεν κατάφερε να τους απωθήσει. Περίπου εβδομήντα χρόνια αργότερα, από το Κλήμα Αλικάμπου ξεκίνησε στις 3 Σεπτεμβρίου 1895 η Μεταπολιτευτική Επανάσταση, όταν ο πρωτοδίκης στον Βάμο Μανούσος Κούνδουρος διάβασε ενώπιον 1.500 ενόπλων ένα υπόμνημα με τα αιτήματα των χριστιανών του νησιού, ενώ λίγο αργότερα εξελέγη γενικός γραμματέας της Μεταπολιτευτικής Επιτροπής ο Αλικαμπιώτης Ιωσήφ Λεκανίδης, ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο στις συγκρούσεις των ετών 1895-1896 και στην απελευθέρωση του Αποκόρωνα από τους Οθωμανούς.

Ως προς τη διοικητική του εξάρτηση, το χωριό αναφέρεται ως μέρος του Δήμου Μαθέ το 1881, μέρος του Δήμου Γεωργιούπολης το 1900, αυτοτελής κοινότητα το 1928 και μέρος του Δήμου Κρυονερίδας το 1999, ενώ από το 2010 αποτελεί ομώνυμο Δημοτικό Διαμέρισμα της Δημοτικής Ενότητας Κρυονερίδας του Δήμου Αποκορώνου.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

Ο Βαφές βρίσκεται σε υψόμετρο 210 μέτρων στους πρόποδες των Λευκών Ορέων, νοτιοδυτικά των Βρυσών. Υπάρχουν πολλές θεωρίες σχετικά με την προέλευση της ονομασίας του χωριού, αλλά η επικρατέστερη είναι ότι προήλθε από κάποιον βαφέα που κατοικούσε εδώ, εκτίμηση που επιβεβαιώνεται από το όνομα του παραπλήσιου ποταμού που λέγεται Βαμμένος. Το χωριό ιδρύθηκε στα μέσα του 8ου αιώνα, όταν το γειτονικό χωριό Κούρτσα καταστράφηκε από τους Άραβες και πολλοί κατέφυγαν στην τοποθεσία αυτή. Μετά την ανάκτηση της Κρήτης από τον Νικηφόρο Φωκά στον Βαφέ εγκαταστάθηκε η οικογένεια των Σκορδίληδων, η οποία παρέμεινε και αναγνωρίστηκε ως αριστοκρατική οικογένεια και κατά τη Βενετοκρατία. Το χωριό αναφέρεται ως Vaffea από τον Barozzi το 1577, Vaffe από τον Καστροφύλακα το 1583 και Vaffes από τον Basilicata το 1630.

Μετά την κατάληψη του Αποκόρωνα από τους Οθωμανούς το 1646 ο Βαφές έγινε βακουφικό χωριό (ιδιοκτησία κοινωφελούς ιδρύματος) το οποίο ανήκε στο τέμενος του Φιντίκ Χατζή Μεχμέτ πασά στο Ηράκλειο. Κατά την πρώιμη Τουρκοκρατία χτίστηκαν στο χωριό εντυπωσιακά κτήρια που μπορεί ο επισκέπτης να θαυμάσει έως σήμερα, όπως ο δίκλιτος ναός του Χριστού, η κατοικία του Ιερέως Εμμανουήλ Σκορδύλη του 1745 και σειρά θολωτών κατασκευών που αποδίδονται στον γενίτσαρο Ιμπραήμ Αληδάκη. Νοτιοδυτικά του χωριού βρίσκεται το σπήλαιο της Κρυονερίδας, το οποίο χρησίμευσε ως καταφύγιο για τους χριστιανούς αρκετές φορές, αλλά τελικά ανακαλύφθηκε από Οθωμανούς στρατιώτες οι οποίοι άναψαν φωτιά στην είσοδό του στις 9 Αυγούστου 1821 και προκάλεσαν θάνατο από ασφυξία στα 130 γυναικόπαιδα που βρίσκονταν εντός του. Έξω από το χωριό έγινε επίσης η μάχη του Βαφέ στις 12 Οκτωβρίου 1866, όταν ο Μουσταφά πασάς παρέσυρε σε παγίδα τον Ιωάννη Ζυμβρακάκη και αποδεκάτισε τις δυνάμεις του.

Ο Βαφές υπήρξε πεδίο σύγκρουσης και στη σύγχρονη ιστορία, καθώς στις 12 Οκτωβρίου 1944 οι Γερμανοί επιτέθηκαν με ισχυρές δυνάμεις στον Βαφέ, με σκοπό να αιφνιδιάσουν και εξουδετερώσουν τους αντάρτες. Ο αιφνιδιασμός ωστόσο δεν πέτυχε, καθώς καθηλώθηκαν από πυκνά πυρά και υπέστησαν σημαντικές απώλειες. Σε ανάμνηση των παραπάνω γεγονότων, στο κέντρο του χωριού έχει αναγερθεί μνημείο όπου αναφέρονται όλοι οι αγώνες στους οποίους συμμετείχαν οι ντόπιοι κατά τον 19ο και 20ο αιώνα, ενώ σε αναγνώριση της κληρονομιάς του χωριού, ο Βαφές χαρακτηρίστηκε ιστορικός διατηρητέος οικισμός με το ΦΕΚ 1072/1997.

Στον Βαφέ ο επισκέπτης μπορεί να δει την παλιά φάμπρικα (ελαιοτριβείο), την εκκλησία των Αγίων Ασωμάτων του 15ου αιώνα και την γέφυρα του ποταμού Μπούτακα, ενώ στην πλαγιά νότια του χωριού βρίσκεται ο παλιός οικισμός Αχατζικιά (πρώην Αχατζήκιοϊ μετόχι), η ονομασία του οποίου προέρχεται είτε από το εδώδιμο χόρτο αρχάτζικας, είτε από κάποιον «χατζή», δηλαδή προσκυνητή στους Αγίους Τόπους. Στον Βαφέ υπάγεται επίσης ο οικισμός Αρεβίτης, ο οποίος βρίσκεται σε υψόμετρο 440 μέτρων τρία χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του χωριού. Διοικητικά, ο Βαφές αναφέρεται ως τμήμα του Δήμου Φρε από το 1881 μέχρι το 1915, οπότε και έγινε αυτοτελής κοινότητα. Το καθεστώς αυτό διατήρησε μέχρι το 1999, οπότε και υπάχθηκε στον Δήμο Κρυονερίδας, ο οποίος ενώθηκε με άλλους πέντε το 2010 για να σχηματίσουν τον Δήμο Αποκορώνου.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

Ο Εμπρόσνερος (ή Μπρόνιερος) βρίσκεται σε υψόμετρο 241 μέτρων στους πρόποδες των Λευκών Ορέων, κοντά στα όρια των άλλοτε επαρχιών και νυν δήμων Αποκορώνου και Σφακίων. Ως προς την προέλευση της ονομασίας του χωριού, λέγεται ότι όταν κάποιος φτάνει στο χωριό συναντά πρώτα τις πηγές, εξ ου και εμπρός-νερό. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, η ονομασία του χωριού σχετίζεται με την απόδοση εκτάσεων το 963 σε στρατιωτικούς που είχαν συμμετάσχει στην εκστρατεία ανακατάληψης της Κρήτης. Οι εκτάσεις αυτές ονομάζονταν «προνόμιες» και οι κάτοχοί τους «προνοητές» ή «προνοιάτες» (progniati κατά τη Βενετοκρατία), ονομασία που εξελίχθηκε με την πάροδο του χρόνου σε Προνερίτες, απ’ όπου και εκτιμάται ότι προέκυψε η σύγχρονη ονομασία του χωριού.

Η παλαιότερη καταγεγραμμένη μνεία του χωριού γίνεται το 1355 ως Brusnero, positi in Oxomorea, «ευρισκόμενος στην έξω μεριά», εννοώντας τη βόρεια πλευρά των Λευκών Ορέων. Το χωριό αναφέρεται ως Obrosnero από τον Barozzi το 1577, Brosnero από τον Καστροφύλακα το 1583 και Ombros Nero από τον Basilicata το 1630. Κατά τον πρώτο αιώνα της Τουρκοκρατίας στο χωριό στάθμευε απόσπασμα του οθωμανικού στρατού, αλλά αυτό δεν εμπόδισε τους ντόπιους να επιτίθενται εναντίον του. Θέλοντας να απαλλαγεί από τη συνεχή όχληση των επιθέσεων αυτών, η οθωμανική διοίκηση ανέθεσε τον έλεγχο της περιοχής στον γενίτσαρο Ιμπραήμ Αληδάκη, ο οποίος είχε τον πύργο του στον Εμπρόσνερο και έλεγχε μια μεγάλη περιοχή από τον ποταμό Μουσέλα μέχρι τα υψώματα του Βάμου και τα Λευκά Όρη. Σύμφωνα με ένα ποίημα που αποδίδεται στον Γεώργιο Πάτερο, «Είχε κοπάδι’ αλάλητα και κάμπους και λιβάδια, και μητατοκαθίσματα με βρύσες και πηγάδια. Δάση, βουνά και χειμαδιά, στέρνες και ποτιστήρια, κουράδια τ’ αγριόβουιδα, κοπάδια τα μπεργίρια. Μητάτα εικοσιτέσσερα έσταινε στην αράδα, ούλη τη Ρίζα όριζε, χωράφια και χαλέπες».

Μετά το άδοξο τέλος της επανάστασης του 1770, ο Αληδάκης οργάνωσε δικό του στρατό με σκοπό να αποκτήσει τον έλεγχο της μαδάρας και των βοσκότοπων, θεωρώντας ότι οι Σφακιανοί δεν θα ήταν σε θέση να αντιδράσουν. Οι Σφακιανοί ωστόσο έμαθαν για τις προετοιμασίες αυτές και επιτέθηκαν πρώτοι κατά του πύργου του στον Εμπρόσνερο. Σύμφωνα με το ίδιο ποίημα, «Βαθειάν αυγή σηκώνουνται κι ούλοι μονομεργιούσι, και τα γλυκοχαράγματα το Μπρόσνερο κυκλώνου. Κι απ’ ης και τσι σκοτώσασι μέσα στον πύργο μπήκα, κι επήραν ό,τι βρίσκασι και πράμα δεν αφήκα… Πόρτες, πιθάρια και βουτσά, με το κρασί ομάδι, και το κριθάρ’ επήρασι, παίρνουσι και το λάδι». Μετά τον θάνατο του Αληδάκη το 1774 δεν βρέθηκε επίδοξος αντικαταστάτης του, με αποτέλεσμα η παρουσία και η δράση μουσουλμάνων στη Ρίζα (τους πρόποδες των Λευκών Ορέων) να περιοριστεί σημαντικά.

Λόγω της οχυρής τοποθεσίας του χωριού, το 1822 εγκαταστάθηκε στον Εμπρόσνερο η «Προσωρινή Διοίκηση της Νήσου Κρήτης», ενώ το χωριό συμμετείχε ενεργά σε όλους τους απελευθερωτικούς αγώνες που ακολούθησαν. Από τον Εμπρόσνερο καταγόταν και ο Σπύρος Βαρδάκης ή Βαρδοσπυρίδης, μέλος της Μεταπολιτευτικής Επιτροπής που πρότεινε τη μεταφορά της Συνέλευσης του Κλήματος στην Κράπη (9 Σεπτεμβρίου 1895), όπου συγκεντρώθηκαν και συνέπραξαν πολλοί Σφακιανοί. Μαζί με αρκετούς συγχωριανούς του συμμετείχε και πολέμησε στην πολιορκία του Βάμου (Μάιος 1896), ενώ μετά τη συγκρότηση της Κρητικής Πολιτείας πολλοί Μπρονιερίτες πήραν μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα (1903-1908), τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913) και τη Μάχη της Κρήτης (1941).

Στο χωριό υπάρχουν αρκετές εκκλησίες (αφιερωμένες στον Άγιο Τίτο, την Παναγία, την Αγία Άννα, την Αγία Τριάδα, τον Άγιο Νεκτάριο, την Αγία Αικατερίνη και τον Προφήτη Ηλία), αλλά και δύο σπηλιές, στη μία εκ των οποίων έχει χτιστεί η εκκλησία του Αγίου Αντωνίου. Στην τοποθεσία Κρεμαστός βρίσκεται το Δημοτικό Θέατρο «Μίκης Θεοδωράκης», το οποίο ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του γνωστού μουσικοσυνθέτη. Στην τοπική κοινότητα Εμπρόσνερου υπάγεται ο οικισμός Βατουδιάρης, ο οποίος βρίσκεται σε υψόμετρο 350 μέτρων στα νότια του χωριού και η ονομασία του οφείλεται στους πολλούς βάτους που υπάρχουν στην περιοχή. Διοικητικά, το χωριό αναφέρεται ως Μπρόσνερος του Δήμου Μαθέ το 1881, μέρος του Δήμου Γεωργιούπολης το 1900 και έδρα ομώνυμης κοινότητας το 1920, ενώ από το 1928 και εξής εμφανίζεται ως Εμπρόσνερος. Το χωριό έγινε μέρος του Δήμου Κρυονερίδας το 1999, ο οποίος έγινε Δημοτικό Διαμέρισμα του Δήμου Αποκορώνου το 2010.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

Η Μάζα βρίσκεται σε υψόμετρο 160 μέτρων στα υψώματα που εκτείνονται στη νότια πλευρά του Βρυσιανού ποταμού. Σύμφωνα με την παράδοση, η ονομασία του χωριού ανάγεται στην εποχή του Βυζαντίου, όταν η Κρήτη είχε 100 πόλεις (εξ ου και ήταν γνωστή ως Εκατόπολις) και στο μέρος αυτό συγκεντρώνονταν πολλά άτομα για συνελεύσεις, εξ ου και Μάζα. Στην κεντρική πλατεία του χωριού βρίσκεται ο μονόχωρος καμαρόσκεπος ναός του Αγίου Νικολάου, όπου σώζονται σπάνιες και εντυπωσιακές τοιχογραφίες του αγιογράφου Ιωάννη Παγωμένου που χρονολογούνται το 1325. Η επιγραφή πάνω από την είσοδο αναφέρει την εκκλησία ως «του Αγίου Νικολάου του Μαζιανού», που σημαίνει ότι το χωριό προϋπήρχε της εκκλησίας. Μέσα και γύρω από τον ναό ανακαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια ανασκαφής τάφοι άγνωστης χρονολογίας, ενώ λίγο πιο έξω από το χωριό βρίσκεται η εκκλησία του Σωτήρος του 16ου αιώνα. Το χωριό αναφέρεται από τον Barozzi το 1577 ως Masa, από τον Καστροφύλακα το 1583 ως Maxa Filippu Ganbassa (Μάζα, Φιλίππου και Χάμπαθα) και από τον Basilicata το 1630 ως Masa Alicambo (Αλικάμπου).

Στα τέλη του 18ου αιώνα η Μάζα έγινε μετόχι του γενίτσαρου Ιμπραήμ Αληδάκη, ο οποίος είχε ως έδρα του τον Εμπρόσνερο και έλεγχε μια μεγάλη περιοχή από τα στενά του Αλμυρού μέχρι το Στύλο και τις κορυφές των Λευκών Ορέων. Ο Αληδάκης φαίνεται να συγκέντρωνε στρατό στη Μάζα για περιπολίες ή επιθέσεις στον ανατολικό Αποκόρωνα, για αυτό μια τοποθεσία κοντά στο χωριό ονομάστηκε Αγαδικός Χώρος, υποδηλώνοντας ότι εκεί συγκεντρώνονταν οι αγάδες, δηλαδή οι αξιωματικοί του στρατού του. Ένας άλλος αξιόλογος χώρος είναι η σπηλιά στην τοποθεσία Βωλόκοι ή Κουδουνοβωλόκοι, όπου λένε ότι κατέφυγε ένας μουσουλμάνος μετά την μάχη στην Κεφαλόβρυση το 1877 και ανακάλυψε τρία γλυπτά που μοιάζουν με παλιούς ηγεμόνες της περιοχής. Στη βόρεια πλευρά του χωριού υπάρχει μια πέτρινη θολωτή κρήνη με κοινόχρηστες γούρνες, ενώ ακόμα πιο βόρεια βρίσκεται η Ελληνι(στι)κή Καμάρα, μια από τις παλιότερες τοξωτές γέφυρες που σώζονται στην Κρήτη. Χτίστηκε την Ελληνιστική περίοδο (323-30 π.Χ.), αλλά έχει υποστεί μεταγενέστερες προσθήκες. Από πάνω της περνούσε ο κύριος δρόμος που συνέδεε τα Χανιά με το Ρέθυμνο, γνωστός κατά τη Βενετοκρατία ως «Βασιλική Στράτα» (Strada Reale).

Διοικητικά, η Μάζα αναφέρεται ως μέρος του Δήμου Μαθέ το 1881, του Δήμου Γεωργιούπολης το 1900 και ως έδρα ομώνυμης κοινότητας μετά το 1925, στην οποία υπάγονταν επίσης οι οικισμοί Φίλιππος, Φονές και Χάμπαθα. Μερικούς μήνες αργότερα ο Φίλιππος αποσπάστηκε από τη Μάζα και προσαρτήθηκε στην κοινότητα Βρυσών, ενώ το 1997 η κοινότητα Μάζας έγινε Δημοτικό Διαμέρισμα του Δήμου Κρυονερίδας, ο οποίος έγινε μέρος του Δήμου Αποκορώνου το 2010.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

Το Νίππος (ή Νίπος) βρίσκεται σε υψόμετρο 175 μέτρων, σε μια σειρά λόφων στα δυτικά της κοιλάδας του Αλμυρού. Υπάρχουν τουλάχιστον τρεις θεωρίες ως προς την προέλευση της ονομασίας του χωριού, αλλά καμία δεν έχει εξακριβωθεί. Σύμφωνα με τον Ξανθουδίδη, η ονομασία προέκυψε από κάποιο ιερό αφιερωμένο «εις Ίππον και Κόρην», από το οποίο προέκυψε η λέξη Ιπποκορώνιο και το σημερινό όνομα της επαρχίας, Αποκόρωνας. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, το χωριό ονομάστηκε έτσι επειδή βρισκόταν σε πεδιάδα (νάπος), ονομασία που υπέστη παραφθορά με την πάροδο του χρόνου και έγινε Νίπος. Τέλος, σύμφωνα με τον Τρουλινό, παλιά το χωριό ονομαζόταν Ράχη και μετονομάστηκε Νίππος από έναν Βενετό αξιωματούχο που στάλθηκε στην περιοχή το 1550 για να καταστείλει την αντίσταση των ντόπιων.

Η πιο παλιά αναφορά στο χωριό γίνεται σε ένα συμβόλαιο του 1301 του συμβολαιογράφου του Χάνδακα Benv. De Brixano, στο οποίο αναφέρεται το χωριό Nipo in turma Pisicro (Ψυχρό λεγόταν τότε ο Αποκόρωνας), κατά συνέπεια η τρίτη εκδοχή μάλλον δεν ευσταθεί. Το 1571 το χωριό κάηκε και καταστράφηκε συθέμελα από τον στρατό του Ουλούτς Αλή (Uluç Ali), αλλά το 1577 αναφέρεται από τον Barozzi ως Nippo, το 1583 από τον Καστροφύλακα ως Νipo ή Nippo και το 1630 από τον Basilicata ως Νipo. Το χωριό αναφέρεται ξανά στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834, οπότε και κατοικούνταν από 70 χριστιανικές και 4 μουσουλμανικές οικογένειες.

Κατά τις κρητικές επαναστάσεις του 19ου αιώνα το χωριό έγινε αρκετές φορές τόπος συγκέντρωσης επαναστατών, ενώ εδώ αποφασίστηκε στις 3 Μαΐου 1896 η πολιορκία του Βάμου, κορυφαίο γεγονός της Μεταπολιτευτικής Επανάστασης (1895-1896). Το μνημείο στο κέντρο του χωριού αποτελεί έναν ελάχιστο φόρο τιμής σε κάποιους από τους επιφανέστερους άνδρες του χωριού, όπως ο Θεοκλής Νικ. Κακάτσης (Κακατσάκης), οπλαρχηγός Κρητικών επαναστάσεων και μέλος της Μεταπολιτευτικής Επιτροπής, ο οπλαρχηγός στον Μακεδονικό Αγώνα Εμμανουήλ Κατσίγαρης-Καραμανώλης (1904-1908) και ο ανθυπολοχαγός Ιωάννης Κουρομιχελάκης, ο οποίος σκοτώθηκε στο Καλέ Γκρότο της Μικράς Ασίας το 1921.

Στην ευρύτερη περιοχή του Νίππους υπάρχουν δεκαεφτά εκκλησίες με αξιόλογες εικόνες και σκαλιστά τέμπλα. Μια από τις παλαιότερες και πιο εντυπωσιακές είναι αυτή της Παναγίας της Περιβολιτσιανής ή Περβολίτισσας, γύρω από την οποία έχουν ταφεί πολλοί μοναχοί και ιερείς. Στην τοποθεσία αυτή ιδρύθηκε κατά την ύστερη Βενετοκρατία η Σχολή των Φρέρηδων, που αργότερα έγινε Ορθόδοξο μοναστήρι. Η κεντρική εκκλησία του χωριού είναι αφιερωμένη στον Τίμιο Σταυρό, ενώ αρκετά γνωστή είναι και η παλιά βρύση του χωριού, την οποία οι ντόπιοι ονομάζουν Ραφιόλι και συνδέουν με τον επίσκοπο Ραφαήλ.

Διοικητικά, το χωριό αναφέρεται ως Νίππος του Δήμου Φρε το 1881 και το 1900, έδρα ομώνυμου αγροτικού δήμου το 1920 και αυτοτελής κοινότητα το 1925. Το 1940 το όνομα του χωριού άλλαξε σε Νίπος, ενώ το 1997 έγινε μέρος του Δήμου Κρυονερίδας, ο οποίος έγινε Δημοτική Ενότητα του Δήμου Αποκορώνου το 2010.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

Ο Φονές βρίσκεται σε υψόμετρο 136 μέτρων στα νότια της κοιλάδας του Αλμυρού, στο ανατολικό άκρο της Δ.Ε. Κρυονερίδας. Το χωριό είναι χτισμένο σε πεδινή τοποθεσία στη βάση του υψώματος Δαφνοκορφή (υψόμετρο 693 μέτρα), το οποίο βρίσκεται απέναντι από τη νότια απόληξη των υψωμάτων του Βάμου και του Κεφαλά. Δεν είναι γνωστό από που προέρχεται η ονομασία του χωριού ή πότε ιδρύθηκε, αλλά ο Τρουλλινός αναφέρει ότι το 1571 έγινε στόχος επιδρομής του Οθωμανού πειρατή Ουλούτς Αλή (Uluç Ali), ο οποίος κατέστρεψε επίσης τον Αλίκαμπο. Ο Φονές δε μνημονεύεται στις απογραφές της Βενετοκρατίας, αλλά αναφέρεται ως Phoné στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834, σύμφωνα με την οποία κατοικούνταν από 18 χριστιανικές οικογένειες.

Η εκκλησία του χωριού είναι αφιερωμένη στον Άγιο Παντελεήμονα, ενώ μια δεύτερη υπάρχει στην πλαγιά προς τη Δαφνοκορφή στα νοτιοανατολικά του χωριού, αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη τον Ριγολόγο (γιορτάζει στις 29 Αυγούστου). Στο Φονέ εδρεύει μια μονάδα παραγωγής ασβέστη, ενώ στα νότια του χωριού υπάρχει λατομείο.

Διοικητικά, ο Φονές αναφέρεται ως μέρος του Δήμου Μαθέ το 1881, του Δήμου Γεωργιουπόλεως το 1900, του αγροτικού δήμου Μάζας το 1920 και της κοινότητας Μάζας μετά το 1925. Το 1997 ο Φονές έγινε μέρος του Δήμου Κρυονερίδας, ο οποίος έγινε Δημοτική Ενότητα του Δήμου Αποκορώνου το 2010.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

Τα Χάμπαθα βρίσκονται σε υψόμετρο 164 μέτρων στα νότια της κοιλάδας του Αλμυρού, σε μικρή απόσταση από τη Μάζα, στην οποία υπάγονται διοικητικά. Ως προς την προέλευση της ονομασίας, ο Σπανάκης αναφέρει ότι μπορεί να σχετίζεται με τη λέξη «χάμπασα», που χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν τόπο βραχώδη και άγονο.

Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς ιδρύθηκε το χωριό, αλλά στο βορειοδυτικό άκρο του υπάρχει μονόχωρη καμαρόσκεπη εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο, η οποία χτίστηκε τον 14ο αιώνα (κατά τη β΄ Βυζαντινή περίοδο) και φέρει αρκετές -φθαρμένες, αλλά εντυπωσιακές- τοιχογραφίες, πιθανότατα έργο του γνωστού εικονογράφου Ιωάννη Παγωμένου. Στην ανατολική άκρη του χωριού, πάνω στον δρόμο που το συνδέει με τη Μάζα με το Φονέ, υπάρχει άλλη μία εκκλησία, αφιερωμένη στον Αρχάγγελο Μιχαήλ, που γιορτάζει στις 8 Νοεμβρίου.

Το χωριό αναφέρεται από τον Barozzi το 1578 ως Ghabatha, από τον Καστροφύλακα το 1583 ως Maxa Filippu Ganbassa (μαζί με τα χωριά Μάζα και Φιλίππου) και από τον Basilicata το 1630 ως Chabata. Το χωριό επίσης αναφέρεται ως Khábata στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834, σύμφωνα με την οποία κατοικούνταν από 6 χριστιανικές οικογένειες.

Διοικητικά, τα Χάμπαθα αναφέρονται ως μέρος του Δήμου Μαθέ το 1881, του Δήμου Γεωργιούπολης το 1900, του αγροτικού δήμου Μάζας το 1920 και της κοινότητας Μάζας μετά το 1925. Το 1997 τα Χάμπαθα έγιναν μέρος του Δήμου Κρυονερίδας, ο οποίος έγινε Δημοτική Ενότητα του Δήμου Αποκορώνου το 2010.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

Τουριστική Προβολή

Εξερευνήστε τη λίστα με τα video για τους τόπους του Δήμου μας.

This site is registered on wpml.org as a development site.