Γραμματεία-Πρωτόκολλο: 2825340300, info@apokoronas.gov.gr

Δ.Ε. Βάμου

Ο Βάμος είναι η ιστορική έδρα του Δήμου Αποκορώνου και σύμφωνα με την απογραφή του 2011 έχει 706 κατοίκους. Το χωριό είναι χτισμένο σε πλαγιά σε υψόμετρο 190 μέτρων και απέχει 25 χιλιόμετρα από τα Χανιά. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, ο Βάμος ιδρύθηκε από Άραβες επιδρομείς από την Ανδαλουσία που κατέλαβαν την Κρήτη τον 8ο αιώνα μ.Χ. Το χωριό αναφέρεται για πρώτη φορά σε χάρτη που συνέταξε ο Francesco Barozzi το 1577 ως Vamu, ονομασία που επιβεβαιώνεται στον Καστροφύλακα (βενετική απογραφή) του 1583 και σε αναφορά του Basilicata το 1630. Το χωριό καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς μαζί με το μεγαλύτερο μέρος του Αποκόρωνα το 1646 και αποτέλεσε έκτοτε μέρος του εγιαλετίου της Κρήτης (Eyalet-i Girid), με εξαίρεση τη δεκαετία 1830-1840, κατά την οποία η Κρήτη υπαγόταν στον αντιβασιλέα της Αιγύπτου Μοχάμεντ Άλι.

Λόγω της στρατηγικής του θέσης στα υψώματα μεταξύ των κοιλάδων Κοιλιάρη και Βρυσιανού, ο Βάμος επελέγη το 1867 ως έδρα του Νομού Σφακίων (Sancak-i İsfakiye) από τον Ιωάννη Σάββα πασά, ο οποίος έγινε και πρώτος νομάρχης του (mutasarrif). Για τον σκοπό αυτό στο χωριό χτίστηκαν με αγγαρείες των ντόπιων αρκετά δημόσια κτήρια, όπως το Διοικητήριο (Σεράγιο), οι στρατώνες (κισλάδες), αποθήκες, δεξαμενές και σχολεία, μεταξύ των οποίων το Παρθεναγωγείο, το οποίο σήμερα λειτουργεί ως δημοτικός ξενώνας. Σύμφωνα με περιγραφή του Σπηλιωτόπουλου στα τέλη του 19ου αιώνα, «ο Βάμος, πρωτεύουσα του ομώνυμου δήμου, έδρα του διοικητικού τμήματος Σφακίων εις ο υπάγονται αι επαρχίαι Αποκορώνου, Σφακίων και Αγίου Βασιλείου, ην μικρά κωμόπολις κατωκούμενη εκ χιλίων περίπου ψυχών επί της κορυφής λόφου τινός, κάτωθεν του οποίου διέρχεται ημιονική οδός, φέρουσα προς Βρύσαις και εκείθεν δια των πετρωδών λόφων προς τον Αλίκαμπον, την Κράπην και το Ασκύφον των Σφακίων. Επί της κορυφής του λόφου τούτου ην ιδρυμένον το Διοικητήριον, μέγα οικοδόμημα, όπερ πυρποληθέν κατά την επανάστασιν του 1878 ανωκοδομήθη δια δαπάνης δέκα χιλιάδων λιρών επί Γεν. Διοικητού Μαχμούτ πασά».

Παρότι στο χωριό έδρευαν αρκετές οθωμανικές αρχές (πολιτική, δικαστική και στρατιωτική), οι χριστιανοί της επαρχίας έπαιξαν σημαντικό ρόλο σε όλες τις κρητικές επαναστάσεις. Το 1893 ιδρύθηκε μυστική αδελφότητα με σκοπό την ανάληψη ένοπλου αγώνα, η οποία ονομάστηκε «Μεταπολιτευτική Επιτροπή» το 1895. Επικεφαλής της τέθηκε ο πρωτοδίκης στον Βάμο Μανούσος Κούνδουρος, ο οποίος συνέταξε λεπτομερές υπόμνημα με τα αιτήματα των Μεταπολιτευτικών. Το φθινόπωρο του ίδιου έτους οι χριστιανοί επαναστάτες συγκρούστηκαν με τους Οθωμανούς σε αρκετά χωριά του Αποκόρωνα και των Σφακίων, αλλά το γεγονός που είχε καταλυτική σημασία για την εξέλιξη και επιτυχία της Μεταπολιτευτικής Επανάστασης ήταν η πολιορκία και άλωση του Βάμου (4-18 Μαΐου 1896), η οποία προκάλεσε το ενδιαφέρον των ευρωπαϊκών δυνάμεων και ώθησε την ελληνική κυβέρνηση να αντιμετωπίσει πιο υπεύθυνα το Κρητικό Ζήτημα.

Ο Βάμος διατήρησε τη σημασία του κατά την αυτονομία (1898-1913), αλλά παρήκμασε μετά την κατάργηση του Νομού Σφακίων το 1915. Ο πληθυσμός του χωριού συνέχισε να φθίνει κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, καθώς πολλοί νέοι αναζήτησαν απασχόληση αλλού. Τη δεκαετία του ’80 το χωριό επιχείρησε να ανακτήσει και «επικαιροποιήσει» τη σημασία του φιλοξενώντας σειρά πολιτιστικών εκδηλώσεων, αλλά ακόμα πιο σημαντική υπήρξε η προσπάθεια μιας παρέας νέων, οι οποίοι επέστρεψαν στο χωριό στις αρχές του ’90 και επιχείρησαν να του δώσει νέα ζωή ανακαινίζοντας παλιά σπίτια και επιδιώκοντας την ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών τουρισμού, όπως του αγροτουρισμού και του οικοτουρισμού. Στα τέλη της ίδιας δεκαετίας, ο Δήμος Βάμου (ο οποίος είχε ιδρυθεί πρώτη φορά το 1881) ανασυστάθηκε με το Πρόγραμμα «Καποδίστριας», αν και το 2010 ενώθηκε με τους άλλους δήμους της περιοχής με βάση το Πρόγραμμα «Καλλικράτης» για να συσταθεί ο Δήμος Αποκορώνου, του οποίου ο Βάμος έγινε ιστορική έδρα. Ως κληρονομιά της ιστορίας του, το χωριό φιλοξενεί αρκετές υπηρεσίες, όπως Ειρηνοδικείο, Κέντρο Υγείας και τράπεζα (πρώην Αγροτική και νυν Τράπεζα Πειραιώς), καθώς και σχολεία όλων των βαθμίδων (νηπιαγωγείο, δημοτικό, γυμνάσιο και λύκειο).

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

Η Αλμυρίδα είναι ένας παράλιος οικισμός στον Κόλπο της Σούδας, απ’ όπου κανείς βλέπει απέναντι το Ακρωτήρι και δυτικά τη νησίδα Κάργα. Η τοποθεσία είναι πεδινή αλλά περιβάλλεται στα ανατολικά και δυτικά της από απότομες πλαγιές, οι οποίες εμπόδιζαν διαχρονικά την ανάπτυξη του οικισμού. Στη δυτική άκρη του οικισμού, επί του δρόμου που τον συνδέει με τις Καλύβες, έχουν βρεθεί και ανασκαφεί από την Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων τα ερείπια μίας τρίκλιτης παλαιοχριστιανικής βασιλικής του 6ου αιώνα, με εξαιρετικά ψηφιδωτά δάπεδα. Βορειοδυτικά της εκκλησίας στον λόφο Φοινικιά σώζονται τα ερείπια μιας ελληνορωμαϊκής πόλης, ενώ ίχνη ανθρώπινης δραστηριότητας έχουν βρεθεί και στη νησίδα Κάργα που βρίσκεται απέναντι.

Λόγω του μικρού μεγέθους και πληθυσμού του, το χωριό δεν αναφέρεται σε έγγραφα της βενετικής ή της οθωμανικής διοίκησης της Κρήτης, αλλά θα πρέπει να υπήρχε σχεδόν συνεχής -ή έστω εποχιακή κατοίκηση- από κάποιες οικογένειες. Στα νεότερα χρόνια, η περιοχή έπαιξε σημαντικό ρόλο στη Μεταπολιτευτική Επανάσταση (1895-1896) και στην απελευθέρωση του Αποκόρωνα και της Κρήτης γενικότερα, καθώς εδώ εκτυλίχθηκαν οι μάχες της Αλμυρίδας (30 Ιουνίου – 4 Ιουλίου 1896). Αφορμή για την εκδήλωσή τους ήταν η απόπειρα ενός αγήματος από το οθωμανικό πολεμικό πλοίο Kaplan να ρυμουλκήσει τις βάρκες των ντόπιων στο λιμάνι, όπου θα κατάσχονταν λόγω υποψιών ότι μετέφεραν πολεμικό υλικό προς το Ακρωτήρι. Οι ντόπιοι αντιστάθηκαν στην απόπειρα των στρατιωτών, αναγκάζοντάς τους να υποχωρήσουν. Μόλις την επόμενη μέρα, οθωμανικός στρατός και στόλος επιτέθηκαν κατά της Αλμυρίδας με 3.500 άνδρες, εγκαινιάζοντας έναν κύκλο συγκρούσεων που διήρκεσε μέχρι τις 4 Ιουλίου 1896. Οι συγκρούσεις αυτές έλαβαν χώρα τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα, γι’ αυτό και η σύγκρουση συχνά αναφέρεται ως πεζοναυμαχία. Παρότι οι χριστιανοί υπερασπιστές της περιοχής ήταν ελάχιστοι, ανάγκασαν τους Οθωμανούς να υποχωρήσουν όχι μόνο από την Αλμυρίδα, αλλά από όλη τη βόρεια ακτή του Αποκόρωνα (εκτός από το Ιτζεδίν), με αποτέλεσμα την απελευθέρωση του μεγαλύτερου μέρους του Νομού Σφακίων δύο περίπου χρόνια πριν την υπόλοιπη Κρήτη (το 1898).

Κατά την αυτονομία και μετά την ένωση με την Ελλάδα το 1913 η Αλμυρίδα παρέμεινε ένας μικρός οικισμός, οι περισσότεροι κάτοικοι του οποίου ασχολούνταν με την αλιεία ή την ελαιοκαλλιέργεια. Ωστόσο, η τουριστική ανάπτυξη που ξεκίνησε μετά τη δεκαετία του ’80 δεν άργησε να επηρεάσει και την Αλμυρίδα, η οποία εξελίχθηκε μέσα σε μερικά χρόνια σε δημοφιλές θέρετρο για αρκετούς Έλληνες και ξένους επισκέπτες. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξε η παραλία της, η οποία βραβεύεται κάθε χρόνο με τη «γαλάζια σημαία» που λειτουργεί ως πιστοποίηση της καθαρότητας της θάλασσας και της ύπαρξης των απαραίτητων υποδομών για την ασφάλεια και την εξυπηρέτηση των λουόμενων. Ως συνέπεια της προσέλευσης αυτής, στον οικισμό αναγέρθηκαν και λειτουργούν αρκετά ξενοδοχεία και εστιατόρια, ενώ οι επισκέπτες μπορούν να κάνουν αρκετά θαλάσσια σπορ, όπως ιστιοσανίδα, κανό ή καταδύσεις. Διοικητικά, η Αλμυρίδα υπάγεται στο Δημοτικό Διαμέρισμα Πλάκας της Δημοτικής Ενότητας Βάμου.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

Το Γαβαλοχώρι βρίσκεται στα βόρεια του Αποκόρωνα σε υψόμετρο 100 μέτρων, σε μια κοιλάδα που σχηματίζεται ανάμεσα στα υψώματα του Βάμου (νότια του χωριού) και τα υψώματα του Κεφαλά (στα ανατολικά). Το χωριό πήρε το όνομά του από την οικογένεια των Γαβαλάδων, μία από τις δώδεκα οικογένειες που εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη μετά την ανάκτησή της από τους Άραβες τον 10ο αιώνα και έμειναν γνωστές ως «αρχοντόπουλα». Παρότι δεν έχει επιβεβαιωθεί, η πρώτη αναφορά στο χωριό φαίνεται να έγινε σε χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Αλέξιου Κομνηνού το 1182 για τη διανομή των φέουδων, όπου υπάρχει η φράση «άχρι του Γαβαλοχωρίου, ήγουν χωρίου Γαβαλά». Το χωριό αναφέρεται ως Gavaloghori Astiraca από τον Barozzi το 1577 και ως Gavalochori Amighdali από τον Basilicata το 1630, ενώ φαίνεται να διατήρησε τη σημασία και τον πληθυσμό του και κατά την Τουρκοκρατία (1646-1898), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δε συμμετείχε ενεργά στους αγώνες για την απελευθέρωση από τους Οθωμανούς. Κατά την επανάσταση του 1821 το Γαβαλοχώρι έγινε έδρα του «Κρητικού Συμβουλίου», ενώ μετά το 1893 αρκετοί ντόπιοι μυήθηκαν στην αδελφότητα που εξελίχθηκε στη Μεταπολιτευτική Επιτροπή, μεταξύ των οποίων ο Κωνσταντίνος Μαλινός, ο Χαράλαμπος Παπαδάκης, ο Εμμανουήλ Κρασάς κ.ά.

Το Γαβαλοχώρι είναι ένας από τους σημαντικότερους παραδοσιακούς οικισμούς του Αποκόρωνα, καθώς σε αυτό σώζονται αρκετά ενδιαφέροντα δείγματα λαϊκής αρχιτεκτονικής, όπως ένα δίκλιτο θολωτό ελαιοτριβείο του 18ου αιώνα, οι εκκλησίες της Παναγίας και του Αγίου Σεργίου, το παλιό σχολείο και πολλά παλιά σπίτια από την εποχή της Βενετοκρατίας. Στο Γαβαλοχώρι υπάρχει επίσης το μοναδικό Λαογραφικό Μουσείο της Π.Ε. Χανίων που υπάγεται στο Υπουργείο Πολιτισμού, το οποίο ιδρύθηκε το 1967 και εγκαινιάστηκε το 1993. Το μουσείο αυτό φιλοξενεί εξαιρετικά δείγματα λαϊκής τέχνης, όπως υφαντά, έπιπλα, όπλα και πίνακες ζωγραφικής, ενώ στεγάζεται σε κατοικία και σε ελαιοτριβείο που έχει χαρακτηριστεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο. Στο χωριό υπάρχει επίσης Γυναικείος Συνεταιρισμός που ασχολείται με την παραδοσιακή τέχνη κατασκευής δαντέλας (γνωστή ως κοπανέλι) και τον αγροτουρισμό. Στην πλαγιά ανατολικά του χωριού υπάρχουν τριάντα πέτρινες δεξαμενές της εποχής της Βενετοκρατίας, γνωστές ως Γαβαλιανά πηγάδια.

Διοικητικά, στο Γαβαλοχώρι υπάγονται επίσης οι οικισμοί Άγιος Παύλος και Άσπρο (Κοπράνα). Το Γαβαλοχώρι αναφέρεται ως μέρος του Δήμου Βάμου το 1881 και το 1900, έδρα ομώνυμου αγροτικού δήμου το 1920 και αυτοτελής κοινότητα το 1928. Το 1999 έγινε μέρος του ανασυσταθέντος Δήμου Βάμου, και από το 2010 αποτελεί ομώνυμη Τοπική Κοινότητα του Δήμου Αποκορώνου.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

Ο Δράπανος βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του Αποκόρωνα, σε υψόμετρο 305 μέτρων. Το χωριό απλώνεται στα νότια του τραπεζοειδούς ορεινού όγκου που ονομάζεται Δραπανοκεφάλα και έχει θέα τόσο προς τον Κόλπο της Σούδας (βορειοδυτικά) όσο και προς τον Κόλπο του Αλμυρού (ανατολικά). Η ονομασία του χωριού πιθανότατα οφείλεται στο παρακείμενο ακρωτήριο Δράπανο ή Δρέπανο, το οποίο ονομάστηκε έτσι επειδή η απόληξή του μοιάζει με δρεπάνι. Σύμφωνα με μια άλλη θεωρία, Δράπανο (Drapano) ήταν το όνομα του πρώτου οικιστή του χωριού, επώνυμο που αναφέρεται στο Δουκικό Αρχείο του Χάνδακα (Archivio Ducale di Candia) το 1378. Το χωριό δεν αναφέρεται σε έγγραφα και απογραφές της Βενετοκρατίας, αλλά αναφέρεται πρώτη φορά στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834 ως Drapanos, οπότε και είχε 300 χριστιανικές και 25 μουσουλμανικές οικογένειες.

Αντιλαμβανόμενοι τη στρατηγική σημασία της Δραπανοκεφάλας για τον Κόλπο της Σούδας, μετά τη Μάχη της Κρήτης (Μάιος 1941) οι Γερμανοί σχεδίασαν και έχτισαν με αγγαρείες των ντόπιων πολυβολεία, οχυρώσεις και υπόγεια καταφύγια στην περιοχή, ενώ εγκατέστησαν τελεφερίκ που συνέδεε την είσοδο του υπόγειου στρατηγείου τους στο Κόκκινο Χωριό με την κορυφή της Δραπανοκεφάλας, σε υψόμετρο 527 μέτρων. Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες, από τα πολυβολεία αυτά χτυπήθηκαν τον Νοέμβριο του 1944 οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ στην Παναγιά Κεραμειών (20 χλμ μακριά), καθώς και η καμπάνα της εκκλησίας της Ευαγγελίστριας στον Φρε (10 χλμ μακριά). Μετά τον πόλεμο πολλές από αυτές τις εγκαταστάσεις καταστράφηκαν, είτε από τη φθορά του χρόνου είτε σκόπιμα.

Σήμερα ο Δράπανος είναι γνωστός κυρίως για τα παλιά σπίτια, την εντυπωσιακή θέα και τις ταβέρνες του, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το χωριό έχει προκαλέσει η Ευρωπαϊκή Ακαδημία Βιωσιμότητας, η οποία εδρεύει από το 2012 σε ένα οικολογικό σπίτι και οργανώνει εκδηλώσεις και ξεναγήσεις οικολογικού χαρακτήρα. Από το Δράπανο ένα μονοπάτι οδηγεί μέσα από ένα μικρό φαράγγι στο ξωκλήσι του Άγιου Ιωάννη και στην ακτή Γορδέλι, η οποία βρίσκεται βόρεια του Ομπρόσγιαλου. Διοικητικά, ο Δράπανος αναφέρεται ως μέρος του Δήμου Βάμου το 1881 και το 1900, μέρος του αγροτικού Δήμου Κεφαλά το 1920 και της Κοινότητας Κεφαλά από το 1928 μέχρι το 1999, οπότε και ανασυστάθηκε ο Δήμος Βάμου. Από το 2010, ο Δράπανος είναι μέρος της Τοπικής Κοινότητας Κεφαλά της Δημοτικής Ενότητας Βάμου του Δήμου Αποκορώνου.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

Η Κάινα είναι χτισμένη σε υψόμετρο 226 μέτρων στο δυτικό άκρο των υψωμάτων του Βάμου, σε πλαγιά που κοιτάει νότια προς την κοιλάδα του Βρυσιανού. Η ονομασία του χωριού πιθανότατα προέρχεται από την αρχαία πόλη Καίνος ή Καινώ που υπήρχε στην περιοχή, ονομασία που εξελίχθηκε με την πάροδο του χρόνου σε Καϊνώ και Κάινα. Η παλαιότερη καταγεγραμμένη αναφορά στο χωριό γίνεται σε συμβόλαιο του 1301 ως Gayna, η οποία αναφέρεται ότι ήταν φέουδο του Λέοντα Γαβαλά που υπαγόταν στην τούρμα Ψυχρού, όπως ονομαζόταν τότε ο Αποκόρωνας. Το χωριό αναφέρεται ως Caina από τον Barozzi το 1577 και με το ίδιο όνομα από τον Basilicata το 1630.

Το χωριό βρισκόταν παλιά 500 με 800 μέτρα νοτιότερα από τη σημερινή του θέση, σε μια περιοχή που οι ντόπιοι ονομάζουν «παλιά Κάινα». Στα ανατολικά αυτής (δηλαδή νοτιοανατολικά του σημερινού οικισμού) βρίσκεται η συνοικία Πλάτανος, που παλιότερα ονομαζόταν Γενίτσαρη Μετόχι, από το όνομα του αγά των γενιτσάρων που είχε χτίσει εδώ πύργο. Το 1812 δυνάμεις του Χατζή Οσμάν πασά (γνωστού και ως Πνιγάρη) μαζί με χριστιανούς υπό τον Ιωάννη Μουτσάκη (ή Μουτσογιάννη) και τον Ιωσήφ Κωνσταντουδάκη (ή Σήφακα) πολιόρκησαν και κατέστρεψαν τον πύργο του Μεχμέτ Γενίτσαρη, αν και ο ίδιος κατάφερε να διαφύγει στις μαδάρες. Η συνοικία υπέστη εκτεταμένες ζημιές και η Κάινα ξαναχτίστηκε στη σημερινή της τοποθεσία το 1826, αλλά σημειώθηκαν και πάλι συγκρούσεις μέσα και γύρω από το χωριό τον Αύγουστο του 1866 και στις αρχές του 1867.

Λίγο πιο έξω από το χωριό υπάρχουν αρκετές πηγές, όπως αυτή του Ρούτσουνα, απ’ όπου προμηθευόταν νερό ο Γενίτσαρης, και αυτή στο Σωποτό, όπου τον Οκτώβριο του 1944 έγινε σύγκρουση μεταξύ Ελλήνων ανταρτών και Ιταλών στρατιωτών. Έξω από το χωριό υπάρχει επίσης εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Αντώνιο, με τοιχογραφίες του 14ου αιώνα, ενώ νότια της «εθνικής οδού» υπάρχει ο ναός του Αγίου Φανουρίου, ο οποίος συγκεντρώνει πλήθος προσκυνητών στη γιορτή του (27 Αυγούστου), πολλοί εκ των οποίων έρχονται με τα πόδια από τα Χανιά (27 χιλιόμετρα). Ένα άλλο σημείο ενδιαφέροντος είναι το σπήλαιο Λιθωμένη Κοπέλα στη θέση Κλουμπά, η ονομασία του οποίου λέγεται ότι προέρχεται από μια κοπέλα που είχε αφήσει ελεύθερο το βόδι της και προσπαθούσε να το πιάσει, αλλά δεν το έφτανε. Έχοντας θυμώσει μετά από αρκετές προσπάθειες, η κοπέλα βλαστήμησε. Τότε το έδαφος βούλιαξε και η κοπέλα έπεσε και εγκλωβίστηκε μέσα του μαζί με το βόδι της, όπου απολιθώθηκε και παραμένει έως σήμερα. Πέραν αυτών, η Κάινα είναι επίσης γνωστή για το έθιμο της καμήλας, το οποίο γίνεται κάθε χρόνο την Καθαρά Δευτέρα. Την ημέρα αυτή οι ντόπιοι κατασκευάζουν ένα ομοίωμα καμήλας και το περιφέρουν στο χωριό, ενώ προσφέρονται νηστίσιμα εδέσματα και τσικουδιά στους επισκέπτες.

Διοικητικά, το χωριό αναφέρεται ως Κάυνα και Γενίτσαρι του Δήμου Φρε το 1881 και το 1900, έδρα ομώνυμου αγροτικού δήμου το 1920 και αυτοτελής κοινότητα το 1928. Το 1999 η Κάινα υπάχθηκε στον ανασυσταθέντα Δήμο Βάμου, μέρος του οποίου παρέμεινε μέχρι το 2010, οπότε και έγινε μέρος του Δήμου Αποκορώνου.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

Το Καλαμίτσι Αλεξάνδρου βρίσκεται σε υψόμετρο 139 μέτρων στα νότια των υψωμάτων του Βάμου. Σύμφωνα με την παράδοση, το χωριό πήρε το όνομά του από έναν στρατιώτη που συμμετείχε στην εκστρατεία του Μεγάλου Αλέξανδρου στην Ασία και επέλεξε να εγκατασταθεί εδώ μετά το τέλος της, χωρίς να είναι σαφές πώς ακριβώς προέκυψε η ονομασία «Καλαμίτσι». Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, οι στρατιώτες ήταν δύο, γι’ αυτό και ιδρύθηκαν δύο Καλαμίτσια. Σε κάθε περίπτωση, το χωριό αναφέρεται ως Calamicia et Alexandrocori από τον Καστροφύλακα το 1583 και ως Calamici Alissandro από τον Basilicata το 1630. Στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834 καταγράφεται ως Kalamitzi, αν και δεν είναι σαφές αν η εγγραφή αφορά το Αλεξάνδρου, το Αμυγδάλι ή και τα δύο μαζί. Τα δύο χωριά αναφέρονται ξανά στα Κρητικά του Χουρμούζη Βυζάντιου το 1842 ως Καλαμίτσι Πέρα (Αλεξάνδρου) και Καλαμίτσι Πόδε (Αμυγδάλι).

Το χωριό εκτείνεται νότια του επαρχιακού δρόμου που συνδέει τον Βάμο με τη Γεωργιούπολη και σε αυτόν δεσπόζει από μακριά η εκκλησία της Αγίας Τριάδας, ένας σταυροειδής ναός με τρούλο, στη θέση του οποίου υπήρχε εκκλησία ήδη από την εποχή της Βενετοκρατίας. Ο ναός περατώθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα και το καμπαναριό του χτίστηκε μεταξύ των ετών 1958-1960. Λίγο νοτιότερα, ο επισκέπτης συναντά την πλατεία του χωριού, στο κέντρο της οποίας υπάρχει πηγάδι και μνημείο προς τιμήν του Ιωάννη Εμμανουήλ Αλιφιεράκη, ο οποίος συμμετείχε σε αρκετές επαναστάσεις κατά των Οθωμανών. Στο χωριό σώζεται επίσης το παλιό δημοτικό σχολείο και μια εντυπωσιακή δεξαμενή που χτίστηκε κατά την Τουρκοκρατία και είναι γνωστή ως «Σοφτάς». Στα νότια του χωριού, σε μια τοποθεσία με εξαιρετική θέα προς την κοιλάδα του Βρυσιανού και τα χωριά της Ρίζας απέναντι, βρίσκεται ο σπηλαιώδης ναός του Αγίου Αντωνίου, ο οποίος γιορτάζει στις 17 Ιανουαρίου. Στον περίβολο του ναού υπάρχει πεζούλι λαξευμένο σε φυσικό βράχο, σε μια άκρη του οποίου έχει σκαλιστεί ένα κεφάλι θηρίου -κατ’ άλλους τέρατος ή δράκου, πιθανότατα από ερημίτη που ασκήτευε εδώ.

Διοικητικά, το Καλαμίτσι Αλεξάνδρου αναφέρεται ως μέρος του Δήμου Βάμου το 1881 και το 1900, έδρα ομώνυμου αγροτικού δήμου το 1920 και αυτοτελής κοινότητα το 1928. Το 1999 το Καλαμίτσι Αλεξάνδρου έγινε μέρος του ανασυσταθέντος Δήμου Βάμου, μέρος του οποίου παρέμεινε μέχρι το 2010, οπότε και έγινε μέρος του Δήμου Αποκορώνου.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

Παρότι το Καρύδι δεν είναι χωριό σήμερα, υπήρξε κατά το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του, και για αυτό τον λόγο -όσο και το ότι αποτελεί το μοναδικό μοναστήρι στον Αποκόρωνα- αξίζει ιδιαίτερη μνεία. Για την ακρίβεια, στην περιοχή αυτή υπήρχαν κατά τη Βενετοκρατία δύο χωριά, το Καρύδι Αγίου Γεωργίου (εκεί όπου βρίσκεται σήμερα το ομώνυμο μοναστήρι) και το Καρύδι Καρτσομάδο ή Καρτσοματάδο (το οποίο βρισκόταν στην περιοχή γύρω από την εκκλησία της Παναγίας στο Κατωμέρι). Ο Barozzi αναφέρει το 1577 τα δύο χωριά ως Caridhi San Zorgi και Caridhi Charcomathadho, ο Καστροφύλακας το 1583 ως Caridi San Zorzi και Caridi Carcomatá και ο Basilicata το 1630 ως Caridhi San Zorzi και Caridhi Charcomatado. Οι ίδιες πηγές αναφέρουν ότι στο πρώτο από αυτά υπήρχε έπαυλη του Βενετού άρχοντα Βιζαμάνο, η οποία σώζεται έως σήμερα.

Μετά την κατάκτηση της περιοχής από τους Οθωμανούς το 1646, αρκετοί κάτοικοι του χωριού εξισλαμίστηκαν, πράγμα που ώθησε τον ιερέα του να παραχωρήσει το 1720 την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στη Μονή Αγίας Τριάδας των Τζαγκαρόλων ως μετόχι, προκειμένου να αποτρέψει τη μετατροπή της σε τζαμί. Έκτοτε εγκαταστάθηκαν στο Καρύδι αρκετοί μοναχοί από την Αγία Τριάδα, οι οποίοι συνέβαλαν σημαντικά στην προστασία και συντήρηση του χώρου, ενώ το 1850 άρχισαν να χτίζουν τον σημερινό ναό του Αγίου Γεωργίου, ο οποίος περατώθηκε το 1870. Παράλληλα, το μοναστήρι άρχισε να αγοράζει αρκετά από τα γύρω κτήματα και να ασχολείται ενεργά με την καλλιέργεια ελαιόκαρπου, με αποτέλεσμα σύντομα να χρειαστεί νέο, μεγαλύτερο ελαιοτριβείο, το οποίο περατώθηκε το 1863 και σώζεται έως σήμερα. Την οροφή του υποστήριζαν δώδεκα καμάρες και στο εσωτερικό του υπήρχαν τέσσερις ελαιόμυλοι, από τους οποίους σώζονται μόνο οι χτιστές βάσεις, καθώς οι μυλόπετρες έχουν αφαιρεθεί.

Το 1900 το μετόχι εγκαταλείφθηκε από τους μοναχούς και από το 1905 μέρος της περιουσίας του άρχισε να δίνεται σε «μετοχάρηδες», δηλαδή σε αγρότες της περιοχής που εκμεταλλεύονταν τα κτήματά του μέχρι το 1923, όταν το μετόχι διαλύθηκε και το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του διανεμήθηκε από το Εφεδρικό Ταμείο σε όσους είχαν πολεμήσει στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913) και στη Μικρά Ασία (1919-1922). Ο οικισμός αναφέρεται ως μέρος του Δήμου Βάμου το 1900 και το 1920 και ως μέρος της κοινότητας Βάμου το 1928, οπότε και είχε 31 κατοίκους. Έκτοτε το μετόχι εγκαταλείφθηκε για δεκαετίες, έως ότου ανασυστάθηκε το 1996 με πρωτοβουλία της Ιεράς Μητρόπολης Κυδωνίας και Αποκορώνου η Μονή Αγίου Γεωργίου, όπου εκάρη πρώτος μοναχός ο πατέρας Δωρόθεος. Το 2016 τον διαδέχθηκε ο πατέρας Ιερεμίας, ο οποίος ενθρονίστηκε πρόσφατα (1 Οκτωβρίου 2020) ηγούμενος του μοναστηριού, για πρώτη φορά μετά το 1854. Τα τελευταία χρόνια γίνονται στη μονή αρκετές εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης υπό την εποπτεία της Εφορείας Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων Χανίων, ενώ έχει δρομολογηθεί η υπογραφή τετραμερούς σύμβασης για την ανάδειξη της πλούσιας πολιτιστικής κληρονομιάς του μοναστηριού μεταξύ του Υπουργείου Πολιτισμού, της Περιφέρειας Κρήτης, του Δήμου Αποκορώνου και του Πολυτεχνείου Κρήτης.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

Ο Κεφαλάς βρίσκεται σε υψόμετρο 352 μέτρων στο μέσο των ομώνυμων υψωμάτων, τα οποία εκτείνονται από τη Δραπανοκεφάλα μέχρι τη Γεωργιούπολη. Η ονομασία του χωριού πιθανότατα συνδέεται με άρχοντες που εγκαταστάθηκαν εδώ κατά τη β΄ βυζαντινή περίοδο (10o-12o αιώνα) και συχνά ονομάζονταν «κεφαλάδες», ενώ σύμφωνα με μια άλλη θεωρία η ονομασία προέκυψε από το μέγεθος και τη σημασία του χωριού, το οποίο ήταν διαχρονικά κεφαλοχώρι. Στα χρόνια της Βενετοκρατίας ο Απάνω και ο Κάτω Κεφαλάς αναφέρονται ως δύο διακριτά χωριά, τα οποία ενώθηκαν οικιστικά με την πάροδο του χρόνου και διοικητικά στα μέσα του 20ού αιώνα. O Barozzi αναφέρει τα δύο χωριά ως Chiefala Cato και Chiefala Apáno το 1577, ενώ ο Καστροφύλακας ως Chieffalà Cato και Chieffalà (σκέτο) το 1583.

Στον Κεφαλά αξίζει να περιηγηθείτε στα παραδοσιακά σοκάκια και τις εκκλησίες του χωριού, η παλαιότερη εκ των οποίων είναι ο Τίμιος Σταυρός, του 16ου αιώνα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι νεώτεροι ναοί, όπως της Παναγίας, του Αγίου Αντωνίου και του Μιχαήλ Αρχαγγέλου, έργα των φημισμένων Κεφαλιανών μαστόρων, που αποτελούν δείγματα λαϊκής αρχιτεκτονικής του 18ου και 19ου αιώνα. Έργο των ίδιων μαστόρων είναι και η Δημοτική Σχολή Κεφαλά, όπου σήμερα στεγάζεται το Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Βάμου, το οποίο παίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του Δήμου Αποκορώνου και της Π.Ε. Χανίων γενικότερα. Δίπλα στη Δημοτική Σχολή υπάρχει ένα μικρό λαογραφικό μουσείο, όπου εκτίθενται παλιές φωτογραφίες, δείγματα υφαντικής τέχνης και είδη της καθημερινής ζωής περασμένων εποχών, ενώ μπροστά από το μουσείο, στην κεντρική πλατεία του Κάτω Κεφαλά, υπάρχει η προτομή του καπετάν Μαθιού Μυλωνογιάννη, ο οποίος καταγόταν από εδώ και συμμετείχε σε αρκετές κινητοποιήσεις και επαναστάσεις των χριστιανών της Κρήτης από το 1858 μέχρι το 1897.

Βορειοανατολικά του χωριού βρίσκεται η παραλία Ομπρόσγιαλος, τα γαλαζοπράσινα νερά της οποίας εντυπωσιάζουν τον επισκέπτη. Οι απόκρημνες πλαγιές της περιοχής αποτελούν πόλο έλξης για τους σπηλαιολόγους και τους κάθε είδους  λογής εξερευνητές, ενώ η διαύγεια του νερού και το Καταδυτικό Πάρκο που θα κατασκευαστεί εδώ το 2021 αναμένεται να παίξουν αντίστοιχο ρόλο για τους λάτρεις των καταδύσεων.

Διοικητικά, ο Απάνω και ο Κάτω Κεφαλάς αναφέρονται ως μέρος του Δήμου Βάμου το 1881 και το 1900, ως αυτοτελής αγροτικός δήμος Κεφαλά το 1920 και ως κοινότητα Κάτω Κεφαλά το 1928, στην οποία υπαγόταν και ο Απάνω. Το 1925 υπάχθηκαν στον Κεφαλά οι κοινότητες Δράπανος, Παλαιλώνι, Σούρη, Σελλιά και Λικοτιναρά, αλλά έντεκα μήνες αργότερα οι τρεις τελευταίες αποσχίστηκαν και συγκρότησαν την κοινότητα Σελλίων. Το 1951 οι Κεφαλάδες χωρίστηκαν και πάλι, αλλά η διαίρεσή τους αναιρέθηκε οριστικά το 1961 και έκτοτε αποτελούν μία κοινότητα, στην οποία εξακολούθησαν να υπάγονται ο Δράπανος και το Παλαιλώνι. Ο Κεφαλάς αποτέλεσε και πάλι μέρος του ανασυσταθέντος Δήμου Βάμου από το 1999 μέχρι το 2010, οπότε έγινε μέρος του Δήμου Αποκορώνου.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

Το Κόκκινο Χωριό βρίσκεται σε υψόμετρο 152 μέτρων στο βορειοανατολικό άκρο του Αποκόρωνα, δυτικά του ακρωτηρίου Δρέπανο, το οποίο χωρίζει τον Κόλπο της Σούδας από τον Κόλπο του Αλμυρού. Σύμφωνα με την παράδοση, το χωριό πήρε το όνομά του από το κόκκινο χρώμα που έχει το χώμα στην περιοχή, ενώ σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή συνδέεται με το αίμα που έχουν χύσει οι ντόπιοι στους αγώνες τους κατά των Οθωμανών. Η δεύτερη αυτή εκδοχή πιθανότατα συνδέεται με ένα σπήλαιο στα βόρεια του χωριού, όπου στις αρχές Αυγούστου του 1821 κατέφυγαν δεκάδες γυναικόπαιδα για να προστατευτούν από μια επίθεση του οθωμανικού στρατού, αλλά εντοπίστηκαν και σκοτώθηκαν μέχρι το τελευταίο.

Πέρα από τα όμορφα παλιά σπίτια του, το χωριό είναι γνωστό για τις 33 στέρνες που υπάρχουν στην τοποθεσία Καπαρέ, από τις οποίες προμηθευόταν το νερό του στο παρελθόν. Πάνω από το Κόκκινο Χωριό δεσπόζει η Δραπανοκεφάλα, ένας τραπεζόσχημος λόφος που ήταν γνωστός ως Καλαπόδα (Calapodha) κατά τη Βενετοκρατία. Στη ρίζα αυτού του ορεινού όγκου βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, κτίσμα του 16ου αιώνα που οι Γερμανοί μετέτρεψαν σε αποθήκη εκρηκτικών κατά τη διάρκεια της κατοχής (1941-1945). Δίπλα στην εκκλησία υπάρχει ένα εντυπωσιακό υπόγειο καταφύγιο, το οποίο χτίστηκε με καταναγκαστική εργασία των ντόπιων και αποτελείται από μία γαλαρία και μερικά δωμάτια, τα οποία οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν ως γραφεία διοίκησης του νότιου τμήματος του οχυρού Σούδας (Festung Suda). Αντιλαμβανόμενοι τη στρατηγική σημασία του χωριού, οι Γερμανοί τοποθέτησαν αντιαεροπορικά όπλα και έχτισαν αρκετά πολυβολεία γύρω από αυτό, ώστε να αποτρέψουν επιθέσεις εναντίον του και να εξασφαλίσουν τον έλεγχό του.

Πέραν της ιστορικότητάς του, το χωριό παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το φυσικό του κάλλος. Οι βραχώδεις ακτές στα βόρεια κρύβουν αρκετά μικρά σπήλαια που έχει σκάψει η θάλασσα, ενώ σε δύο σημεία διακόπτονται από μικρές παραλίες με γαλαζοπράσινα νερά, τον Βράσκο και τον Κουταλά. Στα βορειοανατολικά του χωριού ο δρόμος τελειώνει κοντά στον φάρο του ακρωτηρίου Δρέπανο, ο οποίος χτίστηκε από τη Γαλλική Εταιρεία Οθωμανικών Φάρων το 1864. Κοντά στον φάρο βρίσκεται επίσης το υποθαλάσσιο Σπήλαιο των Ελεφάντων, όπου το 2000 βρέθηκαν απολιθωμένα οστά από ελάφια και ελέφαντες που ζούσαν στην Κρήτη πριν 60.000 χρόνια. Το σπήλαιο έχει μήκος 160 μέτρα και παρουσιάζει ιδιαίτερο παλαιοντολογικό ενδιαφέρον, αλλά η πρόσβαση σε αυτό είναι δύσκολη, επειδή η είσοδός του βρίσκεται 10 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.

Διοικητικά, το Κόκκινο Χωριό αναφέρεται ως μέρος του Δήμου Αρμένων το 1881 και το 1900, έδρα ομώνυμου αγροτικού δήμου το 1920 και αυτοτελής κοινότητα το 1928. Το 1999 το Κόκκινο Χωριό έγινε μέρος του Δήμου Βάμου, μέρος του οποίου παρέμεινε μέχρι το 2010, οπότε και έγινε μέρος του Δήμου Αποκορώνου.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

Η Λικοτιναρά βρίσκεται σε υψόμετρο 290 μέτρων νότια του Κεφαλά, στο ανατολικό άκρο των υψωμάτων του Βάμου και νοτιοανατολικά του δάσους του Ρουπακιά. Λόγω της θέσης και του υψομέτρου του, το χωριό έχει εξαιρετική θέα στον Κόλπο του Αλμυρού και σε μια καθαρή μέρα μπορεί κανείς να δει όλη τη βόρεια ακτογραμμή της Π.Ε. Ρεθύμνου μέχρι τον Κουλούκωνα (τα λεγόμενα Τάλεια Όρη της αρχαιότητας). Η προέλευση της ονομασίας «Λικοτιναρά» δεν είναι γνωστή, αλλά το χωριό πρέπει να ιδρύθηκε κατά την Τουρκοκρατία, καθώς δεν μνημονεύεται στις απογραφές της Βενετοκρατίας. Αναφέρεται ωστόσο στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834, σύμφωνα με την οποία ο Δράπανος, ο Κεφαλάς, το Ξηροστέρνι, η Σούρη, τα Σελλιά και η Λικοτιναρά κατοικούνταν από 300 χριστιανικές και 25 μουσουλμανικές οικογένειες. Παρότι τα σπίτια του οικισμού είναι διεσπαρμένα, πολλά από αυτά αποτελούν εξαιρετικά δείγματα λαϊκής αρχιτεκτονικής, ενώ κάποια έχουν επισκευαστεί και διατηρούνται σε καλή κατάσταση.

Στην πλαγιά κάτω από το χωριό έχουν φυτρώσει αρκετοί φοίνικες, οι οποίοι έχουν προσδώσει στην τοποθεσία το όνομα Βαγιωνιά. Οι ντόπιοι δε γνωρίζουν πως φύτρωσαν εκεί αυτά τα τροπικά δέντρα, άρα το πιθανότερο είναι οι σπόροι τους να μεταφέρθηκαν εκεί από αποδημητικά πουλιά, τα οποία περνούν κάθε χρόνο από αυτή την περιοχή ταξιδεύοντας από και προς την Αφρική. Στην ίδια βραχώδη ακτή βρίσκονται τα σπήλαια του Παυλή, στα οποία λέγεται ότι κρύβονταν οι κάτοικοι της περιοχής όταν γίνονταν συγκρούσεις κατά την Τουρκοκρατία. Ένα από αυτά λέγεται Φουρνάκι, επειδή μαγείρευαν μέσα ή κοντά σε αυτό, ενώ ένα άλλο ονομάζεται Χρυσόσπηλιος, ενδεχομένως επειδή φύλασσαν κάτι πολύτιμο ή σημαντικό σε αυτό. Όλη η περιοχή ανατολικά του χωριού είναι γνωστή ως «Γκρεμνά» και αποτελεί προστατευόμενο οικοσύστημα που υπάγεται στο Δίκτυο Natura 2000. Στη Λικοτιναρά επίσης υπάγεται το βόρειο τμήμα της παραλίας Καλυβάκι (ανατολικά της Εξώπολης και βόρεια της Βλυχάδας), όπου βρίσκεται η εκκλησία της Αγίας Κυριακής και ένα γερμανικό φυλάκιο-πολυβολείο που χτίστηκε στην κατοχή, για να ελέγχει την είσοδο του λιμανιού της Γεωργιούπολης.

Διοικητικά, η Λικοτιναρά αναφέρεται ως μέρος του Δήμου Βάμου το 1881 και το 1900, μέρος του αγροτικού δήμου Σελλίων το 1920 και μέρος της κοινότητας Κάτω Κεφαλά το 1925. Μερικούς μήνες αργότερα, η Σούρη, τα Σελλιά και η Λικοτιναρά αποσχίστηκαν από τον Κεφαλά και συνέστησαν αυτοτελή κοινότητα, η οποία έγινε Δημοτικό Διαμέρισμα του Δήμου Βάμου το 1997 και μέρος του Δήμου Αποκορώνου το 2010.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

Η Λιτσάρδα βρίσκεται σε υψόμετρο 282 μέτρων στα νοτιοανατολικά του Βάμου, κοντά σε μια ράχη που σχηματίζεται ανάμεσα στα ομώνυμα υψώματα και σε αυτά του Κεφαλά. Το χωριό αναφέρεται πρώτη φορά σε μια απογραφή εκκλησιών του 1637 ως Lizzarda, που σημαίνει σαύρα. Σύμφωνα με μία άλλη θεωρία, προέρχεται από το όνομα Λιτσάρδος, αλλά δεν υπάρχουν περαιτέρω στοιχεία για την προέλευση ή σημασία του. Το χωριό δεν αναφέρεται στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834, αλλά αναφέρεται στην οθωμανική του 1881, οπότε είχε 218 κατοίκους (214 χριστιανοί και 4 μουσουλμάνοι).

Παρότι τα σπίτια του οικισμού έχουν υποστεί αρκετές αλλοιώσεις με την αλλαγή χρήσεων και την πάροδο του χρόνου, διατηρούνται πολλά από τα παλιότερα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά τους, ενώ ιδιαίτερα αξιόλογος είναι ο ναός της Παναγίας, ο οποίος έχει εντυπωσιακό ξυλόγλυπτο τέμπλο και τις εικόνες του έχει φιλοτεχνήσει ο Ιωάννης Αλιγιζάκης. Με πρωτοβουλία των πολιτιστικών συλλόγων Λιτσάρδας και Ξηροστερνίου, τις τελευταίες δεκαετίες έχουν ανακαινιστεί αρκετά σπίτια στο χωριό, ενώ το πανηγύρι που γίνεται εδώ στις 14 και 15 Αυγούστου κάθε χρόνο -εκτός του 2020- προσελκύει παραδοσιακά πλήθος κόσμου από τα γύρω χωριά, συχνά ακόμα και από τα Χανιά.

Στα νοτιοδυτικά της Λιτσάρδας, κοντά στα όρια με τον Βάμο και τον Άγιο Ματθαίο, υπάρχει η εκκλησία της Παναγίας της Γιάτρισσας και ο χώρος-πάρκο «Κιβωτός», όπου φιλοξενούνται αρκετά είδη εξωτικών ζώων (μεταξύ των οποίων μαϊμούδες, στρουθοκάμηλοι και αντιλόπες), ενώ στα νοτιοανατολικά του χωριού, στον δρόμο προς τη Σούρη, βρίσκεται το σπήλαιο «του Δαφνέ η τρύπα», το οποίο έχει ιδιαίτερο αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Στα ανατολικά της Λιτσάρδας εκτείνεται το δάσος του Ρουπακιά (ή Αρπακιά), το οποίο καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του πρανούς που σχηματίζεται μεταξύ των χωριών Ξηροστέρνι, Κεφαλάς και Λικοτιναρά, όπου θα χαραχθούν προσεχώς μονοπάτια που θα συνδέουν τα χωριά αυτά, όπως συνέβαινε μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα.

Διοικητικά, η Λιτσάρδα αναφέρεται ως μέρος του Δήμου Βάμου το 1881 και το 1900, και μέρος της κοινότητας Ξηροστερνίου από το 1928 μέχρι το 1997, όταν η κοινότητα αυτή έγινε δημοτικό διαμέρισμα του ανασυσταθέντος Δήμου Βάμου, ο οποίος έγινε μέρος του Δήμου Αποκορώνου το 2010.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

Η Λιτσάρδα βρίσκεται σε υψόμετρο 282 μέτρων στα νοτιοανατολικά του Βάμου, κοντά σε μια ράχη που σχηματίζεται ανάμεσα στα ομώνυμα υψώματα και σε αυτά του Κεφαλά. Το χωριό αναφέρεται πρώτη φορά σε μια απογραφή εκκλησιών του 1637 ως Lizzarda, που σημαίνει σαύρα. Σύμφωνα με μία άλλη θεωρία, προέρχεται από το όνομα Λιτσάρδος, αλλά δεν υπάρχουν περαιτέρω στοιχεία για την προέλευση ή σημασία του. Το χωριό δεν αναφέρεται στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834, αλλά αναφέρεται στην οθωμανική του 1881, οπότε είχε 218 κατοίκους (214 χριστιανοί και 4 μουσουλμάνοι).

Παρότι τα σπίτια του οικισμού έχουν υποστεί αρκετές αλλοιώσεις με την αλλαγή χρήσεων και την πάροδο του χρόνου, διατηρούνται πολλά από τα παλιότερα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά τους, ενώ ιδιαίτερα αξιόλογος είναι ο ναός της Παναγίας, ο οποίος έχει εντυπωσιακό ξυλόγλυπτο τέμπλο και τις εικόνες του έχει φιλοτεχνήσει ο Ιωάννης Αλιγιζάκης. Με πρωτοβουλία των πολιτιστικών συλλόγων Λιτσάρδας και Ξηροστερνίου, τις τελευταίες δεκαετίες έχουν ανακαινιστεί αρκετά σπίτια στο χωριό, ενώ το πανηγύρι που γίνεται εδώ στις 14 και 15 Αυγούστου κάθε χρόνο -εκτός του 2020- προσελκύει παραδοσιακά πλήθος κόσμου από τα γύρω χωριά, συχνά ακόμα και από τα Χανιά.

Στα νοτιοδυτικά της Λιτσάρδας, κοντά στα όρια με τον Βάμο και τον Άγιο Ματθαίο, υπάρχει η εκκλησία της Παναγίας της Γιάτρισσας και ο χώρος-πάρκο «Κιβωτός», όπου φιλοξενούνται αρκετά είδη εξωτικών ζώων (μεταξύ των οποίων μαϊμούδες, στρουθοκάμηλοι και αντιλόπες), ενώ στα νοτιοανατολικά του χωριού, στον δρόμο προς τη Σούρη, βρίσκεται το σπήλαιο «του Δαφνέ η τρύπα», το οποίο έχει ιδιαίτερο αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Στα ανατολικά της Λιτσάρδας εκτείνεται το δάσος του Ρουπακιά (ή Αρπακιά), το οποίο καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του πρανούς που σχηματίζεται μεταξύ των χωριών Ξηροστέρνι, Κεφαλάς και Λικοτιναρά, όπου θα χαραχθούν προσεχώς μονοπάτια που θα συνδέουν τα χωριά αυτά, όπως συνέβαινε μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα.

Διοικητικά, η Λιτσάρδα αναφέρεται ως μέρος του Δήμου Βάμου το 1881 και το 1900, και μέρος της κοινότητας Ξηροστερνίου από το 1928 μέχρι το 1997, όταν η κοινότητα αυτή έγινε δημοτικό διαμέρισμα του ανασυσταθέντος Δήμου Βάμου, ο οποίος έγινε μέρος του Δήμου Αποκορώνου το 2010.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

Τα Ντουλιανά (ή Δουλιανά) βρίσκονται σε υψόμετρο 175 μέτρων στα βόρεια των υψωμάτων του Βάμου, ανάμεσα στα χωριά Τσιβαράς και Γαβαλοχώρι. Ως προς την προέλευση της ονομασίας του χωριού, λέγεται ότι σχετίζεται με τις Δουλοπόλεις της αρχαιότητας, αλλά δεν έχουν βρεθεί τόσο παλιά κτίσματα στην περιοχή (ή έστω ερείπια τους). Σύμφωνα με μια άλλη πηγή, στην περιοχή όπου βρίσκεται σήμερα το χωριό είχε αποκτήσει εκτάσεις κάποιος Ντούλης πασάς, αλλά το χωριό αναφέρεται σε παλιότερους χάρτες ως «Δουλ.» ή «Δουλιανά» και είναι άγνωστο πότε άλλαξε σε Ντουλιανά. Εκτιμάται πάντως ότι η ονομασία του χωριού δεν σχετίζεται την τουρκική λέξη deli (που σημαίνει «τρελός», «παράτολμος»), αλλά μάλλον με τη σλαβική ρίζα dol’, που σημαίνει «κάτω» ή «κοιλάδα». Η ερμηνεία αυτή φαίνεται πιο πιθανή, καθώς το χωριό βρίσκεται ανάμεσα σε δύο κοιλάδες, ενώ βρίσκεται πιο χαμηλά σε σχέση με τον Βάμο, στον οποίο υπάγεται διοικητικά.

Τα Ντουλιανά είναι ένας μικρός οικισμός με ενδιαφέρουσα λαϊκή αρχιτεκτονική, η οποία έχει διατηρηθεί σε μεγάλο βαθμό χάρη στην ευαισθησία και τις προσπάθειες των ντόπιων, αλλά και των ξένων που έρχονται συχνά ή έχουν εγκατασταθεί εδώ. Σημαντικό ρόλο στη διατήρηση του παραδοσιακού χαρακτήρα του χωριού έχει παίξει και ο δραστήριος Πολιτιστικός του Σύλλογος, ο οποίος ιδρύθηκε το 1993 και διατηρεί στην έδρα του μια εντυπωσιακή σε όγκο και ποικιλία βιβλιοθήκη. Αρκετά σημεία του χωριού έχουν θέα προς τον κάμπο στα ανατολικά και το Γαβαλοχώρι, ενώ άλλα προς τη θάλασσα και το Ακρωτήρι. Περισσότερη φυσική ομορφιά μπορεί κανείς να απολαύσει περπατώντας το παλιό μονοπάτι που συνδέει τα Ντουλιανά με το Γαβαλοχώρι, περνώντας από ένα μικρό φαράγγι και την εκκλησία του Αγ. Ιωάννη, που έχει χτιστεί μέσα σε μια σπηλιά.

Διοικητικά, το χωριό αναφέρεται ως Δουλιανά του Δήμου Βάμου το 1881 και το 1900, μέρος του αγροτικού δήμου Βάμου το 1920 και της κοινότητας Γαβαλοχωρίου μετά το 1925. Το 1950 το χωριό (που εξακολούθησε να ονομάζεται Δουλιανά) αποσπάστηκε από το Γαβαλοχώρι και προσαρτήθηκε στην κοινότητα Βάμου. Το 1997 τα Ντουλιανά έγιναν μέρος του ανασυσταθέντος Δήμου Βάμου, ο οποίος έγινε Δημοτική Ενότητα του Δήμου Αποκορώνου το 2010.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

Το Ξηροστέρνι είναι ένα ημιορεινό χωριό που βρίσκεται σε υψόμετρο 255 μέτρων ανάμεσα στον Βάμο και τον Κεφαλά. Η ονομασία του χωριού προέρχεται από τις λέξεις «ξηρή» και «στέρνα», που υποδηλώνει ότι στην περιοχή υπήρχαν στέρνες που αργότερα στέρεψαν. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση το χωριό έχει και δεύτερο όνομα, «Βιόλα», το οποίο υιοθέτησε ως μέρος της ονομασίας του ο Πολιτιστικός Σύλλογος Ξηροστερνιανών που ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1982.

Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς ιδρύθηκε το χωριό, αλλά αναφέρεται από τον Barozzi το 1577 ως Xerosterni, από τον Καστροφύλακα το 1583 ως Xerostergni και από τον Basilicata το 1630 ως Xerosterni. Δεν γίνεται μνεία του χωριού στις απογραφές της Τουρκοκρατίας, αναφέρεται όμως στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834, σύμφωνα με την οποία ο Δράπανος, ο Κεφαλάς, το Ξηροστέρνι, η Σούρη, τα Σελλιά και η Λικοτιναρά κατοικούνταν από 300 χριστιανικές και 25 μουσουλμανικές οικογένειες.

Το χωριό έχει πολλά και ενδιαφέροντα δείγματα λαϊκής αρχιτεκτονικής, ενώ δύο σπίτια του έχουν χαρακτηριστεί διατηρητέα μνημεία. Το ένα από αυτά ανήκει στην οικογένεια Ειρ. Παπαδάκη και χρονολογείται στα 1790, ενώ το άλλο στην οικογένεια Ν. Μαστοράκη και περιλαμβάνει ισόγειο ελαιοτριβείο που χτίστηκε στις αρχές του 19ου αιώνα, πάνω από το οποίο χτίστηκε καφενείο μερικές δεκαετίες αργότερα. Παραδίπλα υπάρχει και άλλο ελαιοτριβείο του 19ου αιώνα που ανήκει στην οικογένεια Γ. Γαλανάκη. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η εκκλησία του χωριού, αφιερωμένη στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, η οποία έχει εντυπωσιακό ξυλόγλυπτο τέμπλο και γιορτάζει στις 6 Αυγούστου. Με αφορμή τον εορτασμό αυτό κάθε χρόνο γίνεται πανηγύρι στην αυλή του σχολείου, το οποίο έχει καθιερωθεί ως ένα από τα πιο γνωστά στην Κρήτη και τον Αποκόρωνα.

Στη νοτιοδυτική είσοδο του χωριού υπάρχει ένα λιτό μνημείο στο διασημότερο ίσως τέκνο του χωριού, τον θρυλικό λυράρη Χαρίλαο Πιπεράκη, ο οποίος γεννήθηκε στο Ξηροστέρνι το 1895 και μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1911. Εκεί, διέδωσε την κρητική μουσική στους απόδημους Κρήτες, Έλληνες και όχι μόνο, ευνοώντας την εκδήλωση ενός παγκόσμιου ενδιαφέροντος για αυτή.

Διοικητικά, το χωριό αναφέρεται ως Ξηροστέρνιον του Δήμου Βάμου το 1881 και το 1900, μέρος της κοινότητας Βάμου το 1925 και αυτοτελής κοινότητα μετά το 1928, στην οποία επίσης υπάγεται η Λιτσάρδα. Το 1997 το Ξηροστέρνι έγινε μέρος του ανασυσταθέντος Δήμου Βάμου, ο οποίος έγινε Δημοτική Ενότητα του Δήμου Αποκορώνου το 2010.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

Το Παλαιλώνι βρίσκεται σε υψόμετρο 324 μέτρων στο μέσο των υψωμάτων του Κεφαλά, στο ανατολικό άκρο της Δ.Ε. Βάμου. Η ονομασία του χωριού προκύπτει από τις λέξεις «παλιό» και «αλώνι» και υποδηλώνει ότι στην περιοχή υπήρχαν πολλά αλώνια, τόσα που λέγεται ότι κάθε οικογένεια είχε το δικό της. Το χωριό βρισκόταν παλιά ανατολικότερα, στην κορυφή των υψωμάτων πάνω από τον Ομπρόσγιαλο (τοποθεσία γνωστή ως «φρούδια»), αλλά λόγω του ότι ήταν ορατό από τη θάλασσα έγινε αρκετές φορές στόχος των πειρατών -κυρίως Σαρακηνών- και οι κάτοικοί του αποφάσισαν να μεταφερθούν στη σημερινή θέση για λόγους ασφαλείας. Το χωριό δεν αναφέρεται στις απογραφές της Βενετοκρατίας ή της Τουρκοκρατίας, αλλά η παλαιότητα κάποιων σπιτιών του δείχνει ότι υπήρχε ένας μικρός οικισμός, συνδεδεμένος με τον γειτονικό Κεφαλά.

Το «σήμα κατατεθέν» του Παλαιλωνίου είναι τα Λυγένια πηγάδια, ένα εντυπωσιακό συγκρότημα βενετικών πηγαδιών και λαξευτών γουρνών που βρίσκεται στα βόρεια του χωριού, ανατολικά του δρόμου προς Δράπανο. Το συγκρότημα αυτό αποτελείται από τρία μεγάλα και τρία μικρότερα πέτρινα πηγάδια, τα οποία έσκαψαν παλιά οι κάτοικοι του χωριού για να αντιμετωπίσουν την έλλειψη νερού στην περιοχή. Το μέσο βάθος των πηγαδιών φτάνει τα 6 με 7 μέτρα, ενώ είναι βέβαιο ότι στο παρελθόν υπήρχαν περισσότερα, τα οποία έκλεισαν με προσχώσεις. Στην περιοχή υπήρχαν επίσης πολλές πέτρινες γούρνες για το πότισμα των ζώων, πολλές εκ των οποίων έσπασαν ή κλάπηκαν. Οι τελευταίες κλάπηκαν τον Αύγουστο του 2019, αλλά χάρη στην άμεση κινητοποίηση των κατοίκων επιστράφηκαν και βρίσκονται πάλι στον φυσικό τους χώρο.

Η εκκλησία του χωριού είναι ο Άγιος Χαράλαμπος, στο προαύλιο του οποίου βρίσκεται ένα λιτό μνημείο για το πιο γνωστό τέκνο του, τον αρχιμανδρίτη Χαρίτωνα Πνευματικάκη (κατά κόσμον Χαράλαμπο Μποτωνάκη), ο οποίος επέδειξε σπουδαίο ιεραποστολικό έργο στην Κανάνγκα του Κογκό για 25 χρόνια (1973-1998).

Ανατολικά από το Παλαιλώνι βρίσκεται ο όρμος Ομπρόσγιαλος, τα γαλαζοπράσινα νερά του οποίου εντυπωσιάζουν τον επισκέπτη. Οι απόκρημνες πλαγιές της περιοχής αποτελούν πόλο έλξης για τους σπηλαιολόγους και τους κάθε είδους  λογής εξερευνητές, ενώ η διαύγεια του νερού και το Καταδυτικό Πάρκο που θα αρχίσει να λειτουργεί εδώ το 2022 θα αποτελέσει σημαντικό πόλο έλξης για τους λάτρεις των καταδύσεων.

Διοικητικά, το Παλαιλώνι αναφέρεται ως μέρος του Δήμου Βάμου το 1881 και το 1900, μέρος του αγροτικού δήμου Κεφαλά το 1920 και της κοινότητας Κεφαλά μετά το 1925. Το 1997 το Παλαιλώνι έγινε μέρος του ανασυσταθέντος Δήμου Βάμου, ο οποίος έγινε Δημοτική Ενότητα του Δήμου Αποκορώνου το 2010.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

Η Πλάκα βρίσκεται σε υψόμετρο 72 μέτρων στο μέσο περίπου της βόρειας ακτής του Αποκόρωνα, σε μια πλαγιά με θέα την παραλία της Αλμυρίδας και μεγάλο μέρος του Κόλπου της Σούδας. Η ονομασία του χωριού πιθανότατα σχετίζεται με το σχιστολιθικό πέτρωμα που αφθονεί στην περιοχή, πράγμα που φαίνεται να ισχύει και για τους άλλους δύο οικισμούς με το ίδιο όνομα στην Κρήτη (στη Βιάννο και το Μεραμπέλο). Η Πλάκα δεν μνημονεύεται στις απογραφές της Βενετοκρατίας, αλλά αναφέρεται στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834, σύμφωνα με την οποία κατοικούνταν από 20 χριστιανικές οικογένειες.

Το χωριό διατηρούσε αναλλοίωτη τη λαϊκή του αρχιτεκτονική μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα, αλλά η έντονη οικοδομική δραστηριότητα και η μαζική εγκατάσταση αλλοδαπών οδήγησαν στην αλλοίωση της παραδοσιακής φυσιογνωμίας του, προσδίδοντας του μια πολυπολιτισμική ατμόσφαιρα. Παράλληλα, η θέση της Πλάκας εξακολούθησε να είναι προνομιακή, καθώς προσφέρεται για θαλάσσια σπορ, καταδύσεις, ψάρεμα, πεζοπορίες και άλλες δραστηριότητες, συναφείς τόσο με τη θάλασσα όσο και με την όμορφη ενδοχώρα του Αποκόρωνα.

Η κύρια εκκλησία του χωριού είναι αφιερωμένη στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και γιορτάζει στις 25 Μαρτίου. Στην κεντρική πλατεία της Πλάκας, στα αριστερά του δρόμου προς Κόκκινο Χωριό, υπάρχει μνημείο για τους πεσόντες στους εθνικούς αγώνες, ενώ στη δεξιά πλευρά υπάρχει ένα λιτό μνημείο προς τιμήν του Μιχάλη Παπαδάκη ή Πλακιανού (1903-1978), ενός ταλαντούχου λυράρη, τραγουδιστή και συνθέτη που συνέβαλε σημαντικά στην ανάδειξη της κρητικής μουσικής, αποτελώντας πηγή έμπνευσης για τις επόμενες γενιές. Στη μνήμη του γίνονται κάθε χρόνο στα τέλη Ιουλίου μουσικές εκδηλώσεις που ονομάζονται «Πλακιανά», ενώ αξιόλογη υπήρξε και η μουσική πορεία και παρακαταθήκη της ανιψιάς του, Ασπασίας Παπαδάκη, η οποία έπαιζε μαντολίνο, λύρα και βιολί.

Η ακτή στα βόρεια της Πλάκας είναι απόκρημνη και βραχώδης, συχνά διακοπτόμενη από μικρές σπηλιές που έχει σκάψει η θάλασσα, ενώ στα νοτιοανατολικά του χωριού σε υψόμετρο 156 μέτρων βρίσκονται τα Καμπιά, ένας μικρός οικισμός που αναφέρεται πρώτη φορά από τον Χουρμούζη Βυζάντιο το 1842 και το όνομά του εκτιμάται ότι είναι παραφθορά της λέξης «κάμπος».

Διοικητικά, η Πλάκα αναφέρεται ως μέρος του Δήμου Αρμένων το 1881 και το 1900, έδρα ομώνυμου αγροτικού δήμου το 1920 και αυτοτελής κοινότητα το 1925, στην οποία υπάχθηκαν επίσης η Αλμυρίδα, τα Καμπιά και το Κόκκινο Χωριό. Ένα χρόνο αργότερα το Κόκκινο Χωριό αποσπάστηκε από την κοινότητα Πλάκας, αλλά προσαρτήθηκε σε αυτήν η νησίδα Κάργα. Το 1997 η Πλάκα έγινε μέρος του ανασυσταθέντος Δήμου Βάμου, ο οποίος έγινε Δημοτική Ενότητα του Δήμου Αποκορώνου το 2010.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

Τα Σελλιά βρίσκονται σε υψόμετρο 328 μέτρων νότια του Κεφαλά, κοντά στο ανατολικό άκρο των υψωμάτων του Βάμου και νότια του δάσους του Ρουπακιά (ή Αρπακιά). Η ονομασία του χωριού πιθανότατα οφείλεται στο ότι βρίσκεται κοντά σε ορεινή διάβαση, που στην κρητική διάλεκτο λέγεται «σελί». Το χωριό δεν μνημονεύεται στις απογραφές της Βενετοκρατίας, οπότε εκτιμάται ότι ιδρύθηκε κατά την Τουρκοκρατία. Η πρώτη φορά που αναφέρεται είναι στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834 ως Selià, σύμφωνα με την οποία ο Δράπανος, ο Κεφαλάς, το Ξηροστέρνι, η Σούρη, τα Σελλιά και η Λικοτιναρά κατοικούνταν από 300 χριστιανικές και 25 μουσουλμανικές οικογένειες.

Παρότι τα σπίτια του οικισμού είναι διεσπαρμένα, πολλά από αυτά αποτελούν εξαιρετικά δείγματα λαϊκής αρχιτεκτονικής, ενώ κάποια έχουν επισκευαστεί και διατηρούνται σε καλή κατάσταση. Η εκκλησία του χωριού είναι αφιερωμένη στο Άγιο Πνεύμα και χτίστηκε στις αρχές του 19ου αιώνα, ενώ νοτιότερα ο δρόμος οδηγεί στο ύψωμα Γαναδέ, το οποίο έχει πανοραμική θέα προς την κοιλάδα του Βρυσιανού και του Αλμυρού στα νότια και προς τη Δραπανοκεφάλα στα βόρεια. Σε ένα δεύτερο ύψωμα στα ανατολικά του υπάρχει μια μικρή εκκλησία αφιερωμένη στους Αγίους Ραφαήλ, Νικόλαο και Ειρήνη, απ’ όπου έχει κανείς θέα όχι μόνο προς τα βόρεια, αλλά και προς τα Γκρεμνά της Λικοτιναράς και τον Κόλπο του Αλμυρού στα ανατολικά.

Από τα Σελλιά κατάγεται ο διάσημος λυράρης Γεώργιος Καντέρης ή Καντεράκης (1877-1963), επίσης γνωστός ως Καντερογιώργης και Καραμπουρνιώτης. Συμμετείχε στις επαναστάσεις των ετών 1895-1897, κατά τις οποίες τραυματίστηκε, ενώ λέγεται ότι στα διαλείμματα των μαχών έπαιζε λύρα, εμψυχώνοντας τους συμπολεμιστές του. Κατά την αυτονομία ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη λύρα και μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1908, απ’ όπου επέστρεψε για ένα χρόνο το 1910 και οριστικά το 1933. Ένα άλλο διάσημο τέκνο του χωριού είναι ο Νικόλας Παπαδάκης ή Δασκαλονικόλας (1870-1944), ο οποίος πολέμησε κατά των Οθωμανών στην Κρήτη και στην Ήπειρο.

Διοικητικά, τα Σελλιά αναφέρονται ως μέρος του Δήμου Βάμου το 1881 και το 1900, έδρα ομώνυμου αγροτικού δήμου το 1920 και μέρος της κοινότητας Κεφαλά το 1925. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, η Σούρη, τα Σελλιά και η Λικοτιναρά αποσχίστηκαν από τον Κεφαλά και συνέστησαν αυτοτελή κοινότητα, η οποία έγινε Δημοτικό Διαμέρισμα του Δήμου Βάμου το 1997 και Τοπική Κοινότητα του Δήμου Αποκορώνου το 2010.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

Η Σούρη βρίσκεται σε υψόμετρο 313 μέτρων στην ανατολική πλευρά των υψωμάτων του Βάμου, νότια του Κεφαλά και του δάσους του Ρουπακιά. Η προέλευση της ονομασίας του χωριού δεν είναι γνωστή. Το χωριό δεν μνημονεύεται στις απογραφές της Βενετοκρατίας, αλλά αναφέρεται σε έγγραφο του Δουκικού Αρχείου του Χάνδακα (Archivio Ducale di Candia) του 1395 ως Suori, αναφορά που πολλοί ερευνητές θεωρούν λανθασμένη μεταγραφή του Souri. Το χωριό αναφέρεται (μάλλον λανθασμένα) στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834 ως Vuri, ενώ ο Χουρμούζης Βυζάντιος το αναφέρει το 1842 ως Σούρι.

Το χωριό εκτείνεται κυρίως στα βόρεια του δρόμου που συνδέει τη Λιτσάρδα με τα Σελλιά, ενώ αρκετά σπίτια έχουν θέα προς τον Κεφαλά, τη Δραπανοκεφάλα και τον Κόλπο της Σούδας. Στα νότια του ίδιου δρόμου, κοντά στην είσοδο του χωριού, μπορεί κανείς να βρει την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, η οποία χτίστηκε το 1910 με αρχιμάστορα τον Ηλία Λιοδάκη. Για να χτιστεί η εκκλησία αυτή γκρεμίστηκε η προγενέστερη που είχε χτιστεί το 1550, αλλά οι κάτοικοι διέσωσαν την αρχική κτητορική επιγραφή και την εντοίχισαν σε μια αποθήκη που χτίστηκε δίπλα στην εκκλησία. Σε αυτήν αναφέρεται: 1550 ο κίρ Γεόργις Λουμπινοσκούλις ηθέλισε κε έκτισε το ναό του Αγίου Ιω(άννου) του Θεολόγο(υ) κι ετελιόθι μαήου 4.

Από τη Σούρη κατάγεται ο ιεράρχης Αγαθάγγελος Ξηρουχάκης (1872-1958), ο οποίος διετέλεσε εφημέριος της Ελληνικής Κοινότητας της Βιέννης και επίσκοπος Κυδωνίας και Αποκορώνου από το 1936 μέχρι το 1958. Επέδειξε σημαντική ποιμαντορική δράση και συνέγραψε πολλές φιλολογικές και ιστορικές εργασίες για τη Βενετοκρατία στην Κρήτη, αλλά η στάση του κατά τη γερμανική κατοχή (1941-1945) είναι αμφιλεγόμενη. Η Σούρη είναι επίσης γνωστή ως το εργαστήρι και η τελευταία κατοικία του Τζον Ληθ Κράξτον (John Leith Craxton, 1922-2009), διάσημου Βρετανού ζωγράφου και επίτιμου προξένου του Ηνωμένου Βασιλείου στην Κρήτη.

Διοικητικά, η Σούρη αναφέρεται ως μέρος του Δήμου Βάμου το 1881 και το 1900, μέρος του αγροτικού δήμου Κεφαλά το 1920 και μέρος της κοινότητας Κεφαλά το 1925. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους η Σούρη, τα Σελλιά και η Λικοτιναρά αποσχίστηκαν από τον Κεφαλά και συνέστησαν αυτοτελή κοινότητα, η οποία έγινε Δημοτικό Διαμέρισμα του Δήμου Βάμου το 1997 και Τοπική Κοινότητα του Δήμου Αποκορώνου το 2010.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

Τουριστική Προβολή

Εξερευνήστε τη λίστα με τα video για τους τόπους του Δήμου μας.

This site is registered on wpml.org as a development site.