Ωράριο λειτουργίας δήμου : 07.30 – 15.30 (εργάσιμες ημέρες)
Ωράριο εξυπηρέτησης στα ΚΕΠ : 07.45 – 15.00 (εργάσιμες ημέρες)

Δ.Ε. Αρμένων

Παρουσίαση των οικισμών της Δημοτικής Ενότητας Αρμένων στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας «Γνωρίζοντας τα χωριά του Αποκόρωνα»:

Το χωριό Αρμένοι βρίσκεται σε υψόμετρο 50 μέτρων στα ανατολικά της κοιλάδας του ποταμού Κοιλιάρη. Όπως και τα ομώνυμα χωριά του Ρεθύμνου και της Σητείας, το χωριό πήρε το όνομά του από τους Αρμένιους στρατιώτες που επέλεξαν να εγκατασταθούν σε αυτό μετά την ανακατάληψη της Κρήτης από τον Νικηφόρο Φωκά το 961 μ.Χ. 

Ωστόσο, στο χωριό υπάρχουν ίχνη κατοίκησης από την παλαιοχριστιανική εποχή. Γύρω από τον ναό της Παναγίας βρέθηκε παλαιοχριστιανική βασιλική, ενώ σε ανασκαφές στον ναό του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου βρέθηκαν ίχνη παλαιότερης βασιλικής, το ψηφιδωτό της οποίας χρονολογήθηκε στον 16ο αιώνα. Το χωριό αναφέρεται από τον Barozzi το 1577 ως Armenus, ονομασία που επιβεβαιώνεται στον Καστροφύλακα το 1583 και από τον Basilicata το 1630.

Παρότι το χωριό είναι πεδινό και κατ’ επέκταση ευπρόσβλητο σε επιθέσεις, έπαιξε σημαντικό ρόλο στις κινητοποιήσεις των χριστιανών της Κρήτης κατά των Οθωμανών τον 19ο αιώνα. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821 οι Αρμένοι ορίστηκαν έδρα της Προσωρινής Επαναστατικής Συνέλευσης, ενώ τον Μάιο του 1822 πληρεξούσιοι από όλες τις επαρχίες του νησιού συγκεντρώθηκαν εδώ και ψήφισαν το «Προσωρινόν Πολίτευμα της Νήσου Κρήτης», ένα οιονεί σύνταγμα που είχε ως πρότυπο αυτό που ψήφισε η Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου τον Ιανουάριο του 1822 και περιέγραφε τις αρμοδιότητες των νέων διοικητικών αρχών που θα διαδέχονταν τις αντίστοιχες οθωμανικές. Σε ανάμνηση του γεγονότος αυτού, το χωριό μετονομάστηκε Ελευθερούπολη.

Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Βάμου, τον Μάιο του 1896, η Μεταπολιτευτική Επιτροπή συγκάλεσε συνέλευση στο χωριό, ενώ εδώ έγινε και η πρώτη συνέλευση της επανάστασης του 1897 στις 26 Ιουνίου, η οποία μεταφέρθηκε στις Αρχάνες τέσσερις μέρες αργότερα. Κατά την αυτονομία (1898-1913) το χωριό ευημέρησε και αναπτύχθηκε, ενώ τη δεκαετία του ’30 χτίστηκε ο τρίκλιτος ναός του Αγίου Νικολάου, ένα από τα τελευταία έργα ντόπιων μαστόρων με ακαδημαϊκές επιδράσεις. Πέραν των αξιόλογων εκκλησιών, στο χωριό υπάρχουν επίσης αρκετές πηγές που τροφοδοτούν τον ποταμό Ξυδέ ή Ξυδιά που εκβάλει στις Καλύβες, ενώ στη βόρεια είσοδό του υπάρχει ένας παλιός νερόμυλος, πλάι στον οποίο λειτουργούσε «ρασοφάμπρικα», δηλαδή βιοτεχνία επεξεργασίας υφασμάτων.

Ως προς τη διοικητική του υπαγωγή, το χωριό επελέγη ως έδρα του Δήμου Αρμένων το 1881, αλλά αυτός καταργήθηκε το 1915. Έκτοτε και μέχρι την ανασύσταση του Δήμου το 1999 το χωριό αποτέλεσε αυτοτελή ομώνυμη κοινότητα, ενώ από το 2010 και εξής αποτελεί ομώνυμο Δημοτικό Διαμέρισμα της Δημοτικής Ενότητας Αρμένων.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

Οι Καλύβες είναι παράλιος οικισμός στη νότια ακτή του εξωτερικού κόλπου της Σούδας, ο οποίος είχε αρχικά χτιστεί εκατέρωθεν της εκβολής του ποταμού Ξυδά, αλλά τις τελευταίες δεκαετίες έχει επεκταθεί προς τα δυτικά μέχρι τον ποταμό Κοιλιάρη. Σύμφωνα με μια εκδοχή, το χωριό πήρε το όνομά του από την απόβαση Αράβων στην περιοχή, οι οποίοι έχτισαν καλύβες και εγκαταστάθηκαν εδώ το 828 μ.Χ. Μια άλλη εκδοχή είναι ότι το όνομα προήλθε από τις καλύβες που έχτιζαν οι αγρότες στα εδώ κτήματά τους, ώστε να μένουν εποχιακά και να μη χρειάζεται να επιστρέφουν στο χωριό τους. Σε κάθε περίπτωση, ο οικισμός της αραβοκρατίας δεν ήταν ο πρώτος στην περιοχή, καθώς ο Στράβωνας αναφέρει ότι εδώ υπήρχε στην αρχαιότητα η αρχαία πόλη Κίσαμος, η οποία ήταν επίνειο της Απτέρας. Ο ίδιος τοποθετεί επίσης ανάμεσα στις Καλύβες και την Αλμυρίδα την αρχαία πόλη Τάνος, πιθανότατα στον όρμο Κερά ή στον λόφο Καστέλι, όπου χτίστηκε κατά την Βενετοκρατία το Castel Αpicorno ή Bicorna, το οποίο ήταν έδρα της καστελανίας (δηλαδή επαρχίας) του Αποκόρωνα. Το χωριό αναφέρεται ως Calives από τον Barozzi το 1577, Callives από τον Καστροφύλακα το 1583 και Calives από τον Basilicata το 1630.

Με δεδομένο ότι οι Καλύβες έχουν μια μεγάλη και προστατευμένη ακτή κοντά στις πιο ορεινές και «ταραχώδεις» επαρχίες της Κρήτης (Αποκόρωνα και Σφακιά), κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας αποβιβάστηκαν σε αυτή αρκετές φορές οθωμανικά στρατεύματα. Η πρώτη φορά ήταν το 1770, ενώ ακολούθησαν άλλες το 1822, το 1878 και το 1896, έως ότου η επαρχία ουσιαστικά εκκαθαρίστηκε μετά τη μάχη της Αλμυρίδας (30 Ιουνίου – 4 Ιουλίου 1896). Στο ανατολικό άκρο του οικισμού, βόρεια του Castel Αpicorno, υπάρχει μικρό λιμάνι που εξυπηρετεί αλιευτικές και τουριστικές ανάγκες, ενώ δυτικά αυτού αναπτύσσεται το παραλιακό μέτωπο, στο οποίο υπάρχουν παραλίες και ταβέρνες μέχρι την Κυανή Ακτή. Στην πλατεία των Καλυβών, κοντά στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, σώζεται ένας νερόμυλος που αποτυπώνεται σε αρκετούς βενετσιάνικους χάρτες και λειτουργούσε για την άλεση σιτηρών μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, οπότε και τροποποιήθηκε για να φιλοξενήσει το πρώτο ηλεκτροπαραγωγό ζεύγος στο νομό, το οποίο παρείχε το 1928 ηλεκτρική ενέργεια στις Καλύβες και το φρούριο Ιτζεδίν, έξι μήνες πριν αποκτήσουν ηλεκτροδότηση τα Χανιά. Τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα οι Καλύβες άρχισαν να αναπτύσσονται τουριστικά, επωφελούμενες από τις ωραίες και μεγάλες παραλίες που βρίσκονται κοντά τους, αλλά και από την εγγύτητα στην «εθνική οδό», όπως κατ’ ευφημισμό ονομάζουμε οι ντόπιοι τον ΒΟΑΚ (Βόρειο Οδικό Άξονα Κρήτης).

Διοικητικά, το χωριό αναφέρεται ως Καλύβαις του Δήμου Αρμένων το 1881 και το 1900, έδρα ομώνυμου αγροτικού δήμου το 1920 και αυτοτελής κοινότητα το 1928. Το 1999 οι Καλύβες έγιναν έδρα του ανασυσταθέντος Δήμου Αρμένων, ο οποίος έγινε Δημοτική Ενότητα του Δήμου Αποκορώνου το 2010.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

Οι Καρές βρίσκονται σε υψόμετρο 521 μέτρων στους πρόποδες των Λευκών Ορέων και αποτελούν τον δυτικότερο οικισμό του Δήμου Αποκορώνου. Υπάρχουν αρκετές θεωρίες ως προς την προέλευση της ονομασίας του χωριού, αλλά καμία δεν έχει εξακριβωθεί. Σύμφωνα με μία από αυτές, το χωριό πήρε το όνομά του από τους Κάρες, ένα αρχαίο δωρικό φύλο, μέλη του οποίου εγκαταστάθηκαν εδώ κάποια στιγμή την πρώιμη αρχαιότητα. Σύμφωνα με μια άλλη θεωρία, η ονομασία του χωριού συνδέεται με την αρχαιοελληνική λέξη «κάρα», που σημαίνει κεφάλι, ενώ σύμφωνα με μια τρίτη εκδοχή προήλθε από παραφθορά της λέξης «καρυδιές», καθώς υπάρχουν πολλές στην περιοχή.

Το χωριό δεν αναφέρεται σε έγγραφα της Βενετοκρατίας, μνημονεύεται όμως στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834, οπότε και είχε 30 χριστιανικές οικογένειες και μία μουσουλμανική. Οι Καρές αποτελούνται από τρεις επιμέρους συνοικίες, τα Βιβλιδιανά, τα Καταλύματα και τον Κουλέ. Τις συνοικίες αυτές συνδέει ένας φιδωτός δρόμος που περνάει πάνω από μία γέφυρα, στη βόρεια πλευρά της οποίας υπάρχει ένας ανοιχτός χώρος καλυμμένος από πλατάνια, όπου έγιναν επαναστατικές συνελεύσεις το 1821 και το 1866. Η ονομασία Κουλές μαρτυρά ότι εδώ υπήρχε οθωμανικός πύργος που χτίστηκε πιθανότατα μετά την επανάσταση του 1866-1869, ενώ μια σημαντική μάχη έγινε στις Καρές στις 8 και 9 Νοεμβρίου 1895, όταν ντόπιοι χριστιανοί αντιμετώπισαν με επιτυχία μια σημαντικά υπέρτερη οθωμανική δύναμη στην αρχή της Μεταπολιτευτικής Επανάστασης.

Λόγω του ορεινού του περίγυρου, το χωριό αποτέλεσε καταφύγιο αντάρτικων ομάδων κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής (1941-1945), αλλά παρά τις επανειλημμένες περιπολίες και τους ελέγχους τους, οι Γερμανοί δεν κατάφεραν να εντοπίσουν τους αντάρτες και να περιορίσουν τη δράση τους. Από τις Καρές ένα μονοπάτι οδηγεί ψηλότερα στη μαδάρα, όπου υπάρχουν πολλά μητάτα και πηγάδια. Σε απόσταση 8 χιλιομέτρων νοτιοδυτικά του χωριού βρίσκεται η περιοχή Γούρνες (υψόμετρο 1.100 μέτρα), όπου ντόπιοι κτηνοτρόφοι έχουν χτίσει πέτρινους κούμους, τους οποίους χρησιμοποιούν ως καταλύματα και τυροκομεία. Στην τοποθεσία αυτή βρίσκεται επίσης η πετρόκτιστη εκκλησία των αποστόλων Πέτρου και Παύλου, όπου γίνεται πανηγύρι κάθε χρόνο στις 28 Ιουνίου.

Διοικητικά, το χωριό αναφέρεται ως Καρές του Δήμου Φρε το 1881 και το 1900, Καρρές του αγροτικού δήμου Ραμνής το 1920 και το 1928, και ξανά Καρές το 1951, οπότε και έγινε αυτοτελής κοινότητα. Οι Καρές έγιναν μέρος του ανασυσταθέντος Δήμου Αρμένων το 1999, ο οποίος έγινε Δημοτική Ενότητα του Δήμου Αποκορώνου το 2010.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

Tα Κυριακοσέλια βρίσκονται σε υψόμετρο 360 μέτρων στο δυτικό άκρο της κοιλάδας του Κοιλιάρη, βόρεια της Ραμνής και νοτιοδυτικά της Χιλιομουδούς. Η τοποθεσία είναι λοφώδης και δυσπρόσιτη, για αυτό η βυζαντινή οικογένεια των Σκορδίληδων έχτισε εδώ φρούριο, προκειμένου να ελέγχει τις ορεινές διαβάσεις μεταξύ των επαρχιών Κυδωνίας και Αποκορώνου. Λέγεται ότι η ονομασία του οικισμού σχετίζεται με τη λέξη σέλα, καθώς η επιφάνεια του λόφου παραπέμπει στο σχήμα αυτό, ενώ σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή συνδέεται με τη λέξη σελί, που στην Κρήτη χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του αυχένα μεταξύ δύο βουνών. Όταν ο Γενουάτης Ερρίκος Πεσκατόρε κατέλαβε την Κρήτη το 1205, το φρούριο των Κυριακοσελίων (που μετονομάστηκε Rocca di San Nicoló) ήταν ένα από τα δεκαπέντε που επέλεξε να επισκευάσει ή εξοπλίσει, αλλά αυτό δεν απέτρεψε την κατάληψή του από τις οικογένειες των Σκορδίληδων και των Μελισσηνών, οι οποίοι το κατέλαβαν κατά την επανάσταση των δύο Συβρίτων το 1217 και το διατήρησαν υπό τον έλεγχό τους μέχρι το 1236, οπότε και παραδόθηκε στους Βενετούς με συνθήκη.

Μέσα στον χώρο του πρώην οχυρού σώζεται η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, ενώ στο δυτικό άκρο του κάστρου υπάρχει πύργος και δεξαμενή νερού. Κάτω από τις οχυρώσεις στη βόρεια πλευρά του βράχου βρίσκεται ο ναός του Αγίου Μάμα, ενώ χαμηλότερα στην κοιλάδα (βορειοανατολικά του χωριού) βρίσκεται ο ναός του Αγίου Νικολάου, μια από τις πιο όμορφες και καλοδιατηρημένες βυζαντινές εκκλησίες της Κρήτης. Η εκκλησία χτίστηκε τον 11ο αιώνα ως μονόχωρη καμαρόσκεπη, αλλά μετατράπηκε σε σταυροειδή εγγεγραμμένη με τρούλο τον 13ο αιώνα, οπότε και διακοσμήθηκε με εξαιρετικές τοιχογραφίες, πολλές εκ των οποίων διατηρούνται έως σήμερα σε καλή κατάσταση. Λέγεται ότι χτίστηκε από κάποιον Κυριάκο Σελλά, απ’ όπου πιθανώς προέρχεται η ονομασία του χωριού. Το χωριό αναφέρεται από τον Πωλ Φωρ (Paul Faure) το 1629 ως Ciriacosell(ia), αλλά δεν αναφέρεται από τον Basilicata έναν χρόνο αργότερα. Αναφέρεται επίσης στο χρονικό του Antonio Trivan το 1644 ως Ciriacoseglia και στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834 ως Kyriacusália, οπότε και είχε αμιγώς χριστιανικό πληθυσμό. Σύμφωνα με τον Ιταλό αρχαιολόγο Τζουζέπε Γκερόλα (Giuseppe Gerola), στις αρχές του 20ού αιώνα σώζονταν οι δύο πύλες του φρουρίου, οι οποίες δεν υπάρχουν σήμερα, αλλά είναι ορατός ο οχυρός περίβολος.

Διοικητικά, το χωριό αναφέρεται ως Κυριακοσέλλια του Δήμου Φρε το 1881 και το 1900, ως Κυριακοσέλια του αγροτικού δήμου Ραμνής το 1920 και μέρος της κοινότητας Ραμνής μετά το 1928. Το 1999 τα Κυριακοσέλια έγιναν μέρος του ανασυσταθέντος Δήμου Αρμένων, ο οποίος έγινε Δημοτική Ενότητα του Δήμου Αποκορώνου το 2010.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

Οι Μαχαιροί βρίσκονται σε υψόμετρο 110 μέτρων στο νότιο τμήμα της κοιλάδας του Κοιλιάρη, κοντά στο σημείο όπου συναντώνται τα υψώματα του Βάμου με τους πρόποδες των Λευκών Ορέων, στο μέσο περίπου της Δ.Ε. Αρμένων. Η προέλευση της ονομασίας του χωριού δεν είναι γνωστή, αλλά το χωριό αναφέρεται ως Maghierus από τον Barozzi το 1577 και ως Machierus από τον Καστροφύλακα (1583) και τον Basilicata (1630).

Λόγω της θέσης του χωριού στο μέσον ενός μεγάλου βράχου, η θέα του από την απέναντι πλευρά της κοιλάδας (από τα ανατολικά) είναι εντυπωσιακή, ενώ και το χωριό έχει εξαιρετική θέα προς τα υψώματα του Νιό Χωριού και την κοιλάδα του Κοιλιάρη. Πολλά σπίτια του οικισμού χτίστηκαν τον 18ο ή τον 19ο αιώνα και παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως προς την αρχιτεκτονική τους, η οποία έχει έντονες επιρροές από την ύστερη Βενετοκρατία. Πολλά από αυτά έχουν λαξευτές αντηρίδες στις γωνίες τους και λαξευτά πέτρινα πλαίσια στις πόρτες και τα παράθυρα, ενώ η λιθοδομή τους καλύπτεται συχνά από εντυπωσιακά επιχρίσματα. Αναγνωρίζοντας τον ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό χαρακτήρα του χωριού, το 1998 η Βουλή κήρυξε το παλιό τμήμα του οικισμού των Μαχαιρών ιστορικό διατηρητέο μνημείο (ΦΕΚ 1220/Β/30-11-1998).

Στα ανατολικά της κεντρικής πλατείας των Μαχαιρών έχει χτιστεί πέτρινο θέατρο χωρητικότητας 500 θέσεων, όπου τα καλοκαίρια γίνονται αρκετές εκδηλώσεις. Στα νότια του θεάτρου και της πλατείας βρίσκεται η κύρια εκκλησία του χωριού, η Υπαπαντή, ενώ στο βράχο πάνω από το χωριό υπάρχει εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη, όπου οι επισκέπτες μπορούν να φτάσουν μέσα από ένα στενό ανηφορικό μονοπάτι που ξεκινά νότια της πλατείας. Στη χαράδρα νότια του χωριού βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Αντωνίου, ενώ σε μια πλαγιά δυτικά του χωριού, κοντά στο δρόμο προς τη Ραμνή, υπάρχει ένα παλιό υδραγωγείο απ’ όπου το χωριό προμηθευόταν νερό.

Διοικητικά, οι Μαχαιροί αναφέρονται ως μέρος του Δήμου Αρμένων το 1881 και το 1900, αυτοτελής κοινότητα το 1920 και μέρος της κοινότητας Στύλου από το 1925 μέχρι το 1948, όταν ανασυστάθηκε η κοινότητα Μαχαιρών. Η κοινότητα αυτή έγινε μέρος του ανασυσταθέντος Δήμου Αρμένων το 1997 και μέρος του Δήμου Αποκορώνου το 2010.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

Το Νιό Χωριό βρίσκεται σε υψόμετρο 52 μέτρων στο νότιο τμήμα της κοιλάδας του Κοιλιάρη, κοντά στο σημείο όπου τα υψώματα του Βάμου συναντούν τους πρόποδες των Λευκών Ορέων, πάνω από τα χωριά Πρόβαρμα και Μαχαιροί. Παρότι το όνομά του υποδεικνύει ότι είναι σχετικά «νέο» χωριό, αναφέρεται σε απογραφή του Barozzi το 1577 ως Neoghorio Psichro (Ψυχρό είναι η παλιά ονομασία του Αποκόρωνα), του Καστροφύλακα το 1583 ως Neo Corio και του Basilicata το 1630 ως Neo Choriò. Μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Οθωμανούς, το Νιό Χωριό έγινε έδρα φρουράς των γενιτσάρων (yeniçeri), καθώς χάρη στη στρατηγική του θέση μπορούσαν να ελέγχουν μεγάλο μέρος της κοιλάδας του Κοιλιάρη, αλλά και τις διαβάσεις προς τα νότια και τον υπόλοιπο Αποκόρωνα. Μετά την διάλυση του τάγματος από τον σουλτάνο Μαχμούτ Β΄ το 1826 το χωριό έγινε βακουφικό, δηλαδή ιδιοκτησία κοινωφελούς ιδρύματος (vakıf) κάποιου τζαμιού της πόλης των Χανίων. Σύμφωνα με την αιγυπτιακή απογραφή του 1834, στο Νιό Χωριό κατοικούσαν 50 χριστιανικές και 3 μουσουλμανικές οικογένειες.

Στο κέντρο του χωριού βρίσκεται η εκκλησία του Αποστόλου Θωμά, μπροστά από την οποία υπάρχει μνημείο για τους ντόπιους πεσόντες στους εθνικούς αγώνες, ενώ παραδίπλα υπάρχει ένα πηγάδι και ένας γέρικος πλάτανος. Στην πάνω γειτονιά σώζεται ένα ενδιαφέρον συγκρότημα φεουδαρχικής κατοικίας, το οποίο χτίστηκε κατά την ύστερη Βενετοκρατία, αλλά έχει προσθήκες και από την Τουρκοκρατία. Το συγκρότημα αυτό είναι γνωστό ως «σπίτια των Σαρήδων» και αποτελείται από μια έπαυλη, ένα ελαιοτριβείο (φάμπρικα), στάβλους και αποθήκες. Ένα άλλο αξιόλογο μνημείο του χωριού είναι ο κουλές, ένας οθωμανικός πύργος που χτίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1860 σε ένα ύψωμα στα νότια του χωριού, προκειμένου οι Οθωμανοί να παγιώσουν τον έλεγχό τους στην περιοχή. Σε μικρή απόσταση από τον Κουλέ υπήρχε το «Κουλεδάκι», ένα δεύτερο οχυρό κτίσμα όπου λέγεται ότι κατοικούσε ο διοικητής της φρουράς, ενώ μεταξύ των δύο υπήρχε μια μεγάλη στέρνα, η οποία σώζεται έως σήμερα με κάποιες επεμβάσεις.

Διοικητικά, το Νιό Χωριό αναφέρεται ως μέρος του Δήμου Αρμένων το 1881 μαζί με τα χωριά Κατσουφρυανά και Μανουδιανά, μέρος του ίδιου δήμου το 1900, έδρα ομώνυμου αγροτικού δήμου το 1920, και αυτοτελής κοινότητα μετά το 1925, η οποία έγινε ξανά μέρος του Δήμου Αρμένων το 1997, έως ότου αυτός έγινε Δημοτική Ενότητα του Δήμου Αποκορώνου το 2010.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

Το Πρόβαρμα βρίσκεται σε υψόμετρο 93 μέτρων στη δυτική πλευρά της κοιλάδας του Κοιλιάρη, σε μικρή απόσταση από τον Στύλο. Το τοπωνύμιο είναι γεωνυμικό, οφείλεται δηλαδή στη θέση του οικισμού πάνω σε ύψωμα, απ’ όπου έχει κανείς θέα προς την ευρύτερη περιοχή. Ο οικισμός έχει αναπτυχθεί κατά μήκος και ανατολικά του δρόμου που συνδέει τον Στύλο με τον Σαμωνά, σε μικρή απόσταση από τη διασταύρωση προς Μαχαιρούς και Νιό Χωριό. Το χωριό δεν αναφέρεται στις απογραφές της Βενετοκρατίας, αναφέρεται όμως στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834, σύμφωνα με την οποία κατοικούνταν από 16 χριστιανικές και 2 μουσουλμανικές οικογένειες.

Στο Πρόβαρμα έγινε στις 15 Μαΐου 1841 η πρώτη μάχη της επανάστασης του 1841, ενώ από το χωριό αυτό καταγόταν ο ιερέας Κωνσταντίνος Ντουνής, γνωστός ως Ντουνόπαπας, ο οποίος συμμετείχε στην εκστρατεία του Χατζή Οσμάν πασά κατά των γενίτσαρων το 1812, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και πολέμησε κατά την επανάσταση του 1821, αλλά αναγκάστηκε να παραδοθεί και απαγχονίστηκε στους Αρμένους το 1827. Ένα από τα παιδιά του ήταν ο Ιωάννης Αναγνώστης Ντουνής, ο οποίος έγραψε τους Αγώνες της Κρήτης, μια συλλογή ποιημάτων που εξιστορούν τα κυριότερα γεγονότα των κρητικών επαναστάσεων από το 1841 έως το 1878, ενώ εγγονός του ήταν ο Κωνσταντίνος Δουνάκης, ο οποίος έγραψε την Ιστορία της Επαρχίας Αποκορώνου, που εκδόθηκε το 1967. Λιγότερο γνωστοί αλλά εξίσου σημαντικοί είναι ο Σαριδοσταμάτης (Σταμάτης Σαριδάκης), ο οποίος πολέμησε στο πλευρό του Σήφακα και Ντουνόπαπα, αλλά και ο ιερέας Γαβριήλ Μανιουδάκης, ο οποίος περιόδευε τα χωριά της επαρχίας μετά το 1893 και μυούσε μέλη στην αδελφότητα που εξελίχθηκε στη Μεταπολιτευτική Επιτροπή και διηύθυνε τον αγώνα κατά την ομώνυμη επανάσταση (1895-1896).

Στο χωριό υπάρχουν δύο εκκλησίες, μία κοντά στο κέντρο του οικισμού, αφιερωμένη στην Αγία Τριάδα, και μία στο βόρειο άκρο του, αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο. Το πρώην δημοτικό σχολείο του χωριού ανακαινίστηκε μετά το 2006 και εγκαινιάστηκε το 2015 ως Στέγη Πολιτισμού, Μάθησης και Δημιουργίας, όπου διοργανώνονται περιστασιακά αντίστοιχες δραστηριότητες.

Διοικητικά, το Πρόβαρμα αναφέρεται ως μέρος του Δήμου Αρμένων το 1881 και το 1900, έδρα ομώνυμου αγροτικού δήμου το 1920 και μέρος της κοινότητας Στύλου μετά το 1925. Το 1997 έγινε μέρος του ανασυσταθέντος Δήμου Αρμένων, ο οποίος έγινε Δημοτική Ενότητα του Δήμου Αποκορώνου το 2010.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

Η Ραμνή βρίσκεται σε υψόμετρο 390 μέτρων στο νοτιοδυτικό άκρο της κοιλάδας του Κοιλιάρη, στους πρόποδες των Λευκών Ορέων. Σύμφωνα με τον αυστριακό περιηγητή Φραντς Ζίμπερ (Franz Sieber), το όνομα του χωριού σχετίζεται με την αρχαία πόλη Ράμνος ή Ραμνούς, όμως άλλοι περιηγητές και ιστορικοί τοποθετούν αυτή την πόλη στη δυτική ακτή της Κρήτης, είτε στην χερσόνησο Τηγάνι, είτε νοτιότερα, κοντά στη Χρυσοσκαλίτισσα. Ανάμεσα στα χωριά Ραμνή και Παϊδοχώρι έχουν βρεθεί λείψανα λαξευτού ελληνορωμαϊκού κυκλικού τάφου, αλλά αυτός δεν σχετίζεται απαραίτητα με κάποιο μεγάλο οικισμό της εποχής. Σε αντίθεση με τα γειτονικά χωριά που «κοιτάνε» προς την κοιλάδα του Κοιλιάρη, η Ραμνή είναι χτισμένη έτσι ώστε να «κοιτάει» προς τα Λευκά Όρη και τις διαβάσεις προς τα Κυριακοσέλια και τις Καρές.

Το χωριό δεν αναφέρεται στις βενετικές απογραφές του 16ου αιώνα, αλλά αναφέρεται από τον Antonio Trivan το 1645 ως Ramni. Μετά την κατάκτηση του Αποκόρωνα από τους Οθωμανούς, η Ραμνή έγινε βακουφικό χωριό, δηλαδή ιδιοκτησία κοινωφελούς ιδρύματος που συνδεόταν με κάποιο τζαμί σε μία από τις τρεις μεγάλες πόλεις του νησιού. Το χωριό δεν αναφέρεται στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834, αλλά αναφέρεται στο έργο Κρητικά του Μιχαήλ Χουρμούζη το 1842.

Η κεντρική εκκλησία του χωριού είναι ο Άγιος Δημήτριος, ενώ μια δεύτερη εκκλησία βρίσκεται στην πλαγιά απέναντι από το χωριό, αφιερωμένη στον Χριστό. Στο κέντρο του χωριού, δίπλα στον Άγιο Δημήτριο, βρίσκεται ένα λιτό μνημείο αφιερωμένο στον Δημήτρη Μιχελογιάννη, ο οποίος γεννήθηκε εδώ το 1890, φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, κατετάγη ως εθελοντής στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913) και πολέμησε στη Μικρά Ασία (1919-1922) και την Αντίσταση (1941-1945). Επίσης γνωστός στην επαρχία ήταν ο αδερφός του Γιώργος Μιχελογιάννης, ανθρωπιστής γιατρός που έσπευδε να βοηθήσει και τους πιο φτωχούς ανθρώπους στα χωριά του Αποκόρωνα.

Διοικητικά, η Ραμνή αναφέρεται ως μέρος του Δήμου Φρε το 1881 και το 1900, έδρα ομώνυμου αγροτικού δήμου το 1920 και αυτοτελής κοινότητα μετά το 1925, στην οποία υπάγονταν οι οικισμοί Καρές, Κυριακοσέλια, Μελιδόνι και Χιλιομουδού. Το Μελιδόνι αποσπάστηκε από την κοινότητα αυτή το 1925 και οι Καρές το 1949, ενώ το 1997 η Ραμνή έγινε μέρος του ανασυσταθέντος Δήμου Αρμένων, ο οποίος έγινε Δημοτική Ενότητα του Δήμου Αποκορώνου το 2010.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

Ο Σαμωνάς βρίσκεται σε υψόμετρο 383 μέτρων στο ανατολικό άκρο του οροπεδίου των Κεραμειών, στο δυτικό άκρο της κοιλάδας του Κοιλιάρη. Ο Paul Faure έχει υποστηρίξει ότι το όνομα έχει προκύψει από τη λέξη «σάμος» ή «σάμη», που περιγράφει μια τοποθεσία υψηλή και απόκρημνη. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, το όνομα του χωριού σχετίζεται με τον Σάμωνα της μυθολογίας, γιο του Ερμή και της Ρήνης, ενώ μια τρίτη συνδέει το χωριό με τον Άγιο Σαμωνά, στον οποίο αφιερώθηκε το δεξί κλίτος της εκκλησίας του Αγίου Ευσταθίου, στο ψηλότερο σημείο του χωριού. Ο Άγιος Σαμωνάς γιορτάζει στις 15 Νοεμβρίου, ημερομηνία κατά την οποία παραδοσιακά γίνεται μεγάλο πανηγύρι στο χωριό.

Στη θέση Κυλίντρα, λίγο πιο έξω από το χωριό, βρέθηκαν ίχνη οικισμού της Υστερομινωϊκής περιόδου, εργαλεία και κεραμικά. Η στρατηγική θέση του λόφου, απ’ όπου κανείς έχει πανοραμική θέα προς μεγάλο μέρος του Αποκόρωνα, μαρτυρά ότι εκεί υπήρχε ακρόπολη της ίδιας εποχής. Το χωριό φαίνεται να υπήρχε κατά τη β΄ βυζαντινή περίοδο, ενώ αναφέρεται από τον Καστροφύλακα το 1583 ως Samona και από τον Basilicata το 1630 ως Samonà. Το χωριό αναφέρεται επίσης στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834, οπότε κατοικούνταν από 7 χριστιανικές οικογένειες.

Στη σύγχρονη ιστορία, η γερμανική αεροπορία (Luftwaffe) βομβάρδισε τον Σαμωνά στις 8 Μαΐου 1944, ενώ την επόμενη μέρα επιτέθηκε κατά του χωριού τακτικός γερμανικός στρατός (Wehrmacht), ο οποίος έκαψε συθέμελα το χωριό ως αντίποινα για την αντάρτικη δράση που υπήρχε στην περιοχή. Παρότι μετά την αποχώρηση των Γερμανών έμειναν μόνο στάχτες και αποκαΐδια, οι λιγοστοί και γενναίοι κάτοικοι που απέμειναν έχτισαν ξανά το χωριό.

Στον Σαμωνά υπάρχει άλλη μία εκκλησία, αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, ενώ ένα άλλο σημείο ενδιαφέροντος είναι η αιωνόβια ελιά του Σαμωνά, που έχει ανακηρυχθεί «μνημειακή» από τον Σύνδεσμο Ελαιοκομικών Δήμων Κρήτης, λόγω των μεγάλων διαστάσεων του κορμού και της κώμης του. Η ελιά αυτή βρίσκεται στην τοποθεσία Λάκκος και είναι μαστοειδούς ποικιλίας (την οποία οι ντόπιοι αποκαλούν «τσουνάτη»). Σε ύψος ένα μέτρο από το έδαφος ο κορμός του δέντρου έχει μέγιστη διάμετρο 5,25 μέτρα και  περίμετρο 12,90, ενώ στην βάση του έχει μέγιστη διάμετρο 6,70 μέτρα και περίμετρο 20 μέτρα. Στα νότια του χωριού ανακαλύφθηκε το 1994 ένα μικρό σπήλαιο, το οποίο προσελκύει το ενδιαφέρον των σπηλαιολόγων και ορειβατών.

Διοικητικά, ο Σαμωνάς αναφέρεται ως μέρος του Δήμου Αρμένων το 1881 και το 1900, μέρος του αγροτικού δήμου Προβάρματος το 1920 και της κοινότητας Στύλου μετά το 1925. Το 1997 ο Σαμωνάς έγινε μέρος του ανασυσταθέντος Δήμου Αρμένων, ο οποίος έγινε Δημοτική Ενότητα του Δήμου Αποκορώνου το 2010.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

Ο Στύλος βρίσκεται σε υψόμετρο 63 μέτρων στα δυτικά της κοιλάδας του Κοιλιάρη. Στη θέση Αζωγυρέ στα βορειοανατολικά του χωριού υπάρχουν κατάλοιπα ενός οικισμού που εγκαταλείφθηκε κατά την Υστερομινωική περίοδο (1560-1050 π.Χ.), όπου βρέθηκαν μεταξύ άλλων ένα εργαστήρι αγγειοπλαστικής και ένας θολωτός τάφος. Δεν είναι σαφές αν η περιοχή κατοικούνταν συνεχόμενα, αλλά ο Στύλος ήταν σημαντικός οικισμός κατά τη βυζαντινή περίοδο, πράγμα που μαρτυρούν οι παλιές και ενδιαφέρουσες εκκλησίες του. Στα βορειοανατολικά του χωριού βρίσκεται η σταυροειδής εκκλησία της Παναγίας της Ζερβιώτισσας που χτίστηκε τον 10ο αιώνα, ενώ στη βόρεια είσοδο του χωριού βρίσκεται ένας δίκλιτος ναός αφιερωμένος στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και τον Άγιο Νικόλαο, στο εσωτερικό του οποίου βρέθηκαν τα λείψανα ενός παλαιότερου ναού του 7ου ή 8ου αιώνα.

Το 1267 ο Στύλος αναγνωρίστηκε ως μετόχι της Μονής του Αγίου Ιωάννη της Πάτμου, ενώ το 1401 ο Λατίνος επίσκοπος Καλαμώνος Anthonio de Ballancinis ανέφερε ότι ο Στύλος «κείται εις τα μέρη της επισκοπής του», πράγμα που υποδηλώνει ότι ο Αποκόρωνας υπαγόταν εκκλησιαστικά στο Ρέθυμνο και όχι στην Κυδωνία, με την οποία συνδέθηκε αργότερα. Το χωριό αναφέρεται από τον Barozzi το 1577 ως Stillio, από τον Καστροφύλακα το 1583 ως Stillo και από τον Basilicata το 1630 ως Stilo. Λόγω της πεδινής του θέσης, το χωριό αποτέλεσε επανειλημμένα χώρο εγκατάστασης οθωμανικών στρατευμάτων, ιδίως κατά τις επαναστάσεις του 1821, του 1866 και του 1889, οπότε και συγκλήθηκε στο Στύλο η «Γενική των Κρητών Συνέλευσις», η οποία εξέλεξε ως πρόεδρο τον Αντώνη Σήφακα.

Στη σύγχρονη ιστορία, μέσα και γύρω από τον Στύλο έγινε στις 28 Μαΐου 1941 μία από τις τελευταίες συγκρούσεις της Μάχης της Κρήτης, όταν Γερμανοί του 85ου Ορεινού Συντάγματος επιτέθηκαν στους άνδρες της 5ης Νεοζηλανδικής Ταξιαρχίας που υπερασπίζονταν το χωριό. Η μάχη ήταν σκληρή και διήρκεσε για μερικές ώρες, έως ότου τα Συμμαχικά τμήματα αποφάσισαν να συμπτυχθούν προς το Νιό Χωριό και τους Άγιους Πάντες (Μπαμπαλή).

Στα βορειοδυτικά του Στύλου, κοντά στο σημείο όπου τελειώνει το εντυπωσιακό φαράγγι του Δικτάμου, βρίσκεται ο μικρός οικισμός Φαράγγι. Παρά την εντυπωσιακή ομορφιά του και την εγγύτητά του σε ιστορικά μνημεία όπως η αρχαία Απτέρα και το Ιτζεδίν, το φαράγγι του Δικτάμου δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό, αλλά ούτε και η μικρή λίμνη που σχηματίζεται εδώ κατά τους χειμερινούς μήνες. Στα ανατολικά του οικισμού, κοντά στον κύριο δρόμο προς τις Καλύβες, βρίσκεται ο νερόμυλος του Στύλου, ενώ βορειότερα, στη θέση Πλατανάκια, βρίσκεται μια μικρή γραφική εκκλησία, αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη το Ριγολόγο.

Διοικητικά, ο Στύλος αναφέρεται ως μέρος του Δήμου Αρμένων το 1881 και το 1900, έδρα ομώνυμου αγροτικού δήμου το 1920 και αυτοτελής κοινότητα μετά το 1925, στην οποία επίσης υπάγονται οι οικισμοί Πρόβαρμα και Σαμωνάς. Το 1997 ο Στύλος έγινε μέρος του ανασυσταθέντος Δήμου Αρμένων, ο οποίος έγινε Δημοτική Ενότητα του Δήμου Αποκορώνου το 2010.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

Ο Τσιβαράς βρίσκεται σε υψόμετρο 102 μέτρων νοτιοανατολικά των Καλυβών, πάνω στον κύριο δρόμο προς τον Βάμο. Έχει υποστηριχθεί ότι η ονομασία του προέρχεται από τα τουρκικά, όπου η λέξη civar (τζιβάρ) σημαίνει «περίχωρο», αλλά η ύπαρξη του χωριού καταγράφεται ήδη κατά τη Βενετοκρατία. Το χωριό αναφέρεται από τον Barozzi το 1577 ως Civara, από τον Καστροφύλακα το 1583 ως Zivara και από τον Basilicata το 1630 ως Civara, ενώ αναφέρεται στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834 ως Tsivarás, οπότε κατοικούνταν από 16 χριστιανικές και 4 μουσουλμανικές οικογένειες.

Λόγω της οχυρής του θέσης σε ύψωμα ανάμεσα σε δύο από τα πιο μεγάλα χωριά της επαρχίας, ο Τσιβαράς υπήρξε επανειλημμένα πεδίο σύγκρουσης μεταξύ του οθωμανικού στρατού και επαναστατών, λέγεται δε ότι έχει καεί επτά φορές(!). Στις 17 Ιουνίου 1821 ο Μανούσος Πρωτοπαπαδάκης με αρκετούς Αποκορωνιώτες «συνήψε μάχην πλησίον του χωριού Σίβαρα ή Τσιβαρά, όπου προέβησαν εκ των Καλυβών οι Τούρκοι να απαντήσωσιν. Ισχυρά και πεισμώδης κατέστη η αμοιβαία άμυνα», αλλά οι επαναστάτες κατάφεραν να επικρατήσουν επί των ανδρών του Αλή Σοφτά και του Τσουρούνη. Σύμφωνα με τον Κριτοβουλίδη, «Μικρά εγένετο πραγματικώς η φθορά, αλλ’ ηθικώς επηρέασεν εκείνη η νίκη εις αμφότερα τα διαμαχόμενα μέρη».

Μια επίσης σημαντική σύγκρουση έλαβε χώρα στις 11 Ιουνίου 1878, όταν ο Σαλίχ πασάς αποβιβάστηκε στις Καλύβες με μια δύναμη 4.000 ανδρών και επιτέθηκε στα χωριά Τσιβαράς, Αρμένοι και Νιό Χωριό. Σύμφωνα με ένα έμμετρο ποίημα του Αναγνώστη Ντούνη, «ο Τούρκος όλα τα χωριά ερήμωσε όπου μπήκε, έκαψε σπίθια, θυμωνιές και πήρε ό,τι βρήκε. Σε Νιό Χωριό, Κατσουφριανά, σε Τσιβαρά κι Αρμένους, έσφαξε νέους και παιδιά και απογερασμένους». Στην περιοχή έσπευσαν επαναστάτες υπό τον Κεφαλιανό οπλαρχηγό Μαθιό Μυλωνογιάννη, οι οποίοι επέφεραν σημαντικές απώλειες στους επιτιθέμενους και τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν στις Καλύβες και το Καλάμι.

Ο Τσιβαράς υπήρξε πεδίο μάχης και κατά την Μεταπολιτευτική Επανάσταση, καθώς ο οθωμανικός στρατός επιτέθηκε επανειλημμένα εναντίον του τον Μάιο του 1896, με σκοπό να διασπάσει την πολιορκία του Βάμου από τους επαναστάτες. Μετά από αρκετές προσπάθειες, μια ισχυρή δύναμη υπό τον Αμπντουλάχ πασά κατάφερε στις 18 Μαΐου να διασπάσει την τοποθεσία, φτάνοντας μέχρι τον Βάμο και ενθαρρύνοντας τη φρουρά του να προβεί σε έξοδο. Κατά την υποχώρησή τους οι οθωμανικές δυνάμεις λεηλάτησαν και πυρπόλησαν τον Τσιβαρά, όπως έκαναν και στον Βάμο και τα Ντουλιανά.

Στο κέντρο του χωριού υπάρχει εκκλησία αφιερωμένη στην Αγία Τριάδα, ενώ στο βόρειο άκρο του βρίσκεται το παλιό σχολείο, το οποίο χτίστηκε το 1900 με έξοδα του αρχιμανδρίτη Γερμανού Αποστολάκη και όπου γίνονται πολλές από τις εκδηλώσεις του ιδιαίτερα δραστήριου πολιτιστικού συλλόγου του χωριού. Στα ανατολικά του χωριού αξίζει κανείς να επισκεφθεί τον σπηλαιώδη ναό του Αγίου Αντωνίου, όπου μπορεί να κάνει μια στάση ενώ εξερευνά την όμορφη φύση του Αποκόρωνα.

Διοικητικά, o Τσιβαράς αναφέρεται ως μέρος του Δήμου Αρμένων το 1881 και το 1900, του αγροτικού δήμου Καλυβών το 1920 και της κοινότητας Καλυβών μετά το 1925. Το 1997 ο Τσιβαράς έγινε μέρος του ανασυσταθέντος Δήμου Αρμένων, ο οποίος έγινε Δημοτική Ενότητα του Δήμου Αποκορώνου το 2010.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

Η Χιλιομουδού βρίσκεται σε υψόμετρο 367 μέτρων στα δυτικά της κοιλάδας του Κοιλιάρη, σε ένα ύψωμα ανάμεσα στα χωριά Σαμωνάς και Κυριακοσέλια. Δεν είναι γνωστό από που προέρχεται η ονομασία του οικισμού ή πότε ιδρύθηκε, αλλά δεν αναφέρεται στις απογραφές της Βενετοκρατίας, οπότε εκτιμάται ότι χτίστηκε κατά την Τουρκοκρατία. Το χωριό μνημονεύεται στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834 ως Khiliomudú, οπότε και κατοικούνταν από 9 χριστιανικές οικογένειες. Η κύρια εκκλησία του οικισμού είναι αυτή των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο βορειοανατολικό άκρο του, δίπλα στην οποία βρίσκεται το παλιό σχολείο.

Λόγω της ορεινής και οχυρής θέσης του, το χωριό υπήρξε αρκετές φορές καταφύγιο για επαναστάτες κατά της εκάστοτε εξουσίας. Μετά τη μάχη στο Πρόβαρμα, τον Μάιο του 1841, αρκετοί επαναστάτες κατέφυγαν στη Χιλιομουδού και τα γύρω χωριά, ενώ λίγο μετά την έναρξη της Μεταπολιτευτικής Επανάστασης, τον Οκτώβριο του 1895, μια ομάδα από 40 ένοπλους -μεταξύ των οποίων και ο θρυλικός Παπαμαλέκος- περιπλανήθηκε τον ορεινό Αποκόρωνα και πέρασε και από τη Χιλιομουδού.

Έκτοτε το χωριό «χάνεται» από τις ιστορικές πηγές, αλλά ευτυχώς κρατάει καλά την παράδοση, καθώς εδώ βρίσκεται το μόνο ελαιοτριβείο σε όλη την Ελλάδα που λειτουργεί ακόμα με τον παραδοσιακό τρόπο (με μύλους και τορβάδες), ένα από τα τελευταία εργαστήρια κατασκευής κρητικών μουσικών οργάνων (το οποίο φτιάχνει λαούτα, βιολιά, μαντολίνα και λύρες) και ένα από τα τελευταία εργαστήρια κατασκευής κουδουνιών αιγοπροβάτων, γνωστά στα κρητικά ως «λέρια».

Διοικητικά, η Χιλιομουδού αναφέρεται ως μέρος του Δήμου Φρε το 1881 και το 1900, του αγροτικού δήμου Ραμνής το 1920 και της κοινότητας Ραμνής μετά το 1925. Το 1997 η Χιλιομουδού έγινε μέρος του ανασυσταθέντος Δήμου Αρμένων, ο οποίος έγινε Δημοτική Ενότητα του Δήμου Αποκορώνου το 2010.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

Τουριστική Προβολή

Εξερευνήστε τη λίστα με τα video για τους τόπους του Δήμου μας.

This site is registered on wpml.org as a development site.